Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2005

[Westworld] (Εκδήλωση 153)

Προβολή της ταινίας

[Westworld (Ελλην. τίτλος: Ο Επαναστάτης της νύχτας)]

Ακολουθεί ανάλυση του Γιώργου Κατσαβού:

WESTWORLD (1973) ( Ελ. τ. «Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ»)
Σενάριο και Σκηνοθεσία : ο πολύς ...Michael Crichton στα νιάτα του !
Παίζουν : Richard Benjamin, Yul Brynner, James Brolin κ.α.

Ένας τίτλος που δεν φανερώνει τίποτα, γι’ αυτό κι ο αντίστοιχος Ελληνικός είναι άσχετος. Σίγουρα δεν φαίνεται ένα hi-tech γουέστερν(;) της νέας εποχής. Είναι η αυγή των υπολογιστών. Το Big Bang της ηλεκτρονικής. Είναι ένα σενάριο που μας βάζει στον κόσμο της τεχνολογίας ενώ δύο χρόνια πριν (1971) ο Crichton μας είχε ξεναγήσει στον μικρόκοσμο των εργαστηρίων με το βιβλίο του “Andromeda Strain” που είχε γίνει και επιτυχημένη ταινία (1971). Το «χρυσό» ... πανύψηλο αγόρι (2,08 μ.) αν και γιατρός το επάγγελμα, όπως κι ο Robin Cook (άλλος θριλλερόγιατρος !), μπήκε σφήνα ανάμεσα στον Stephen King και τον Dean Coonz δίνοντας ένα νέο πνεύμα σ’ αυτό που καθιερώθηκε σαν hitech - θρίλερ.

Στο Westworld τον έχουμε για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη μ’ ένα σενάριο δικό του που έφερε κάτι ασυνήθιστο στην ιδέα των μηχανικών ανθρωποειδών. Είναι μια αντιμετώπιση που παρουσιάζεται πάλι σε μεταγενέστερα έργα του Crichton. Η διασκέδαση και το κέρδος. Η ιδέα του πάρκου διασκέδασης, μπορεί νάχει τις ρίζες της στην Ευρώπη αλλά ανδρώθηκε στις ΗΠΑ (Disneyland).

Ο Crichton χρησιμοποιεί εδώ την ιδέα για πρώτη φορά για να επανέλθει μετά από χρόνια με το Jurassic Park (1993). Στο Westworld τα γνωστά μας ρομπότ δεν είναι βοηθοί μας για δουλειές. Η αρχική έννοια που, πρακτικά, γέννησε τον μηχανικό υπηρέτη στην λογοτεχνία της Ε.Φ. δεν υπάρχει εδώ. Στην ταινία τα ρομπότ χρησιμοποιούνται για την διασκέδαση των θαμώνων. Διασκέδαση - ικανοποίηση κάθε «ποταπού» ενστίκτου που ο καθωσπρεπισμός της σημερινής ζωής εμποδίζει την αποκάλυψή του ! Κι’ όλα αυτά μόλις με 1.000 $ την μέρα. Γι’ αυτό τα ρομπότ μοιάζουν πολύ με ανθρώπους και ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι 3 πρωταρχικοί Νόμοι της Ρομποτικής να μη τονίζονται στο φιλμ. Εν τούτοις το «Φρανκενσταϊνικό Σύνδρομο» υπάρχει πάντα και μαζί με την κατάρρευση της τεχνολογίας δημιουργεί ένα τετριμμένο δίδυμο που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και δεν πρόσθεσε τίποτα νέο στο σενάριο. Ο Crichton, θέλοντας να δώσει μια ντοκυμαντερίστικη αμεσότητα, ανοίγει την ταινία μ’ ένα διαφημιστικό spot για το θέρετρο Delos (τι όνομα!) από κάποιους, που επέστρεψαν ενθουσιασμένοι απ’ την τεχνολογική Ουτοπία.

Ο θεατής ακολουθεί την πορεία δύο φίλων και την ξενάγησή τους στον κόσμο του West. Η διαφορετική συμπεριφορά τους σκιαγραφεί τους χαρακτήρες τους. Ο Peter (R. Benjamin) είναι δικηγόρος, ένα αστικοποιημένο άτομο, μακριά από την βία της «ανδρικής» φύσης. Ο John (J. Brolin) είναι άνετος με τα όπλα και τα σκληρά ποτά, πιο «τσαμπουκάς» και φαίνεται να μυεί τον φίλο του στην «αντρίκια» ζωή. Αυτή φαίνεται να είναι το είδωλο των μέσων Αμερικάνων που δεν μπορούν να χαρούν στην σύγχρονη ζωή τους. Η διαφήμιση στην αρχή της ταινίας υπονοεί ακριβώς αυτό :απελευθέρωση, σεξ και βία. Οι συνθήκες ζωής στο Westworld είναι αυθεντικές (μη άνετες), πράγμα που σχολιάζεται απ’ τον Peter για ν’ ακολουθήσουν ειρωνικά σχόλια απ’ τον φίλο του. Ακόμα κι η σκηνή του ποτού στο saloon δείχνει τον μικροαστό, πόσο δύσκολα αλλάζει τις συνήθειές του. Η μύηση του Peter είναι ένα οδοιπορικό στο κλασσικό West, μια κλιμάκωση στην βία. Απ’ την επίσκεψη στο saloon που καταλήγει σε μονομαχία (και φόνο) μέχρι τον καυγά των μισομεθυσμένων θαμώνων οι ήρωές μας ρίχνονται χωρίς δισταγμό στην «αυθεντικότητα». Βέβαια εδώ φαίνεται μια ασυνέπεια του σεναρίου. Η απελευθέρωση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς δείχνει την πραγματική έλξη της Delos που είναι όχι βία χωρίς κίνδυνο αλλά βία χωρίς συνέπειες (νομικές) και μπόλικο sex!

Ο ρεαλισμός όμως έχει το τίμημά του. Φυλακή έστω και replica που οδηγεί σε νέα κλιμάκωση και νέες εμπειρίες, ίσως χωρίς έννοια. Κάπου εκεί αρχίζουν και τα προβλήματα του σύγχρονου (underground) κόσμου που εμφανίζεται κάθε βράδυ και μαζεύει ... τα πτώματα. Η αντίθεση των σκηνών αυτών μας φέρνει στην πραγματικότητα (της εποχής) και αποτελεί την γοητεία της ταινίας. Η επισκευή των ρομπότ συνοδεύεται από σχόλια που αποτελούν ίσως μια προφητεία του Crichton. Βάζει τον επόπτη να εξηγεί ότι η δυσλειτουργία του ελέγχου των ρομπότ μεταδίδεται σαν ασθένεια. Προάγγελος των ιών ; Προάγγελος του δικτύου ; To cast είναι μέτριο. Ο Crichton διάλεξε για κύριους ρόλους δύο μέτριους ηθοποιούς και τον Yul Brunner, που εμφανίζεται, δυστυχώς, λίγο. Παίζει το ρομπότ - πιστολά, ντυμένος με τα ρούχα που φορούσε στο Magnificent Seven (1960) κι η ερμηνεία του είναι δάσκαλος για τον Robert Patrick σαν Τ-1000 στο Terminator 2. Το αδυσώπητο κι η αμείλικτη παρουσία του δημιουργεί το παγερό κλίμα που περνάει απ’ την οθόνη και μας κάνει να συμπαθήσουμε το, κατά τα άλλα, άνευρο και ανούσιο θήραμά του. Ο χρόνος της εξέλιξης του φιλμ είναι λίγο ασαφής. Θεωρούμε ότι η υπόθεση εξελίσσεται στο κοντινό μέλλον εφ’ όσον πρόκειται για ρομπότ. Αυτό μάλλον συμπεραίνει ο θεατής κι απ’ το εξελιγμένο ιπτάμενο όχημα που μεταφέρει τους νέους επισκέπτες στην Delos. Παρ’ όλα αυτά όμως στην ταινία δεν φαίνεται κάποια τεχνολογική εξέλιξη στα computers, στα πλάνα των συστημάτων ελέγχου (υπόγεια).

Η ταινία κόστισε 1.250.000 $ . Στην εποχή της έγινε επιτυχία κι έφερε δεκαπλάσια κέρδη αν και η κριτική της ήταν λίγο αυστηρή. Αυτό έγινε γιατί αρκετά «περίπου» γέμιζαν την πλοκή, ιδιαίτερα όταν τα πράγματα άρχισαν να χαλάνε (Πόρτες που δεν ανοίγουν λόγω πτώσης ρεύματος - θάνατος από ασφυξία !). Ίσως ο συγγραφέας ήθελε να εστιάσουμε την προσοχή μας στη γενική αρχή «μην στηριζόμαστε τόσο πολύ στην τεχνολογία» μία φιλοσοφία που ακολουθεί σ’ όλα τα έργα του ο Crichton. Η ταινία πάντως έχει μια παγκόσμια πρωτιά. Εδώ δημιουργήθηκε η πρώτη ψηφιακή εικόνα 2 D D με χρήση computer. Τρία χρόνια αργότερα στην ταινία - συνέχεια Futureworld (1976) δημιουργήθηκε η πρώτη ψηφιακή εικόνα 3D με ανάλογη χρήση computer. Το κοινό πάντως διχάστηκε. Μπορεί αυτό να οφείλεται στην αρχή της ταινίας, που η υπόθεση φαίνεται να αρχίζει σαν σάτιρα των έργων εποχής αλλά όταν εμφανίζονται οι λόγοι που παρακινούν το κοινό να επισκεφτεί την Delos το μεσοαστικό κοινό της εποχής σοκαρίστηκε. Η ταινία πάντως βλέπεται ευχάριστα, αν και είναι λίγο ξεχασμένη σήμερα.

Το θέμα της προκάλεσε και μια φτωχή συνέχεια, το Futureworld (1976) κι ένα βραχύβιο τηλεοπτικό serial, Beyond Westworld (1980). Έργο με παρόμοιο θέμα είναι και το Welcome to Blood City (1977) όπου φαίνεται για πρώτη φορά η εικονική πραγματικότητα.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΛΕΣΧΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

8 – 12 – 2005
Γιώργος Κατσαβός / Lester


Τόπος : αίθουσα Κασίων (3ης Σεπτεμβρίου 56, 2ος όροφος)
Ημερομηνία : Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: