Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Διήγημα [Shambleau], Catherine L. Moore

Εκδοτικός Οίκος Εξάντας, 1978
Θεματική Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίας
Τόμος 4. Ιστορίες με τέρατα


Shambleau
Μετάφραση: Ρένα Χατχούτ

H Catherine L. Moore πρωτοεμφανίζεται το 1933 στο Weird Tales με το διήγημα που δημοσιεύουμε εδώ. Το Shambleau προκάλεσε τεράστια εντύπωση σε συγγραφείς όπως ο Lovecraft κι ο Ηenry Kuttner. Ο ήρωάς της Cordwainer Smith εμφανίζεται σε μια ολόκληρη σειρά διηγημάτων. Το 1934 η 1936 έλαβε ένα γράμμα από το νεαρό τότε Henry Kuttner. Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε γάμο και σε συγγραφική συνεργασία, που έδωσε θαυμάσια διηγήματα. Σε μια άλλη σειρά με την ηρωίδα Jirel de Joiry συνεργάστηκαν ο Kuttner και (σε ένα) ο Forrest Akerman. Από τα υπόλοιπα έργα της αναφέρουμε τα μυθιστορήματα Judgment night (1943), The far reality (1946) και Doomsday mοrning (1957).




Shambleau

Ο άνθρωπος έχει καταχτήσει κι άλλοτε το διάστημα. Γι αυτό μπορείτε να είστε σίγουροι. Κάπου πέρα απ’ τους Αιγύπτιους, σ’ εκείνο το μισοσκόταδο απ’ όπου φτάνουν απόηχοι μισομυθικών ονομάτων - Ατλαντίς, Μου - κάπου στις ρίζες της ιστορίας, θα πρέπει να υπήρχε μια εποχή, όταν η ανθρωπότητα, σαν κι εμάς σήμερα, έχτιζε ατσάλινες πολιτείες για να στεγάσει τα σκάφη της που περιπλανιόνταν ανάμεσα στ’ άστρα, και γνώριζε τα ονόματα των πλανητών στη δική τους γλώσσα - άκουγε τους κατοίκους της Αφροδίτης να λένε τον υγρό τους κόσμο "Σααρντόλ" μ’ εκείνη τη μαλακιά, γλυκιά, μακρόσυρτη προφορά τους και μιμούνταν το "Λακκντίζ", την τραχιά λαρυγγόφωνη γλώσσα των Αρειανών. Μπορείτε να είστε σίγουροι γι’ αυτό. 0 άνθρωπος έχει ξανακαταχτήσει κι άλλοτε το διάστημα, αλλά έχει πια ξεχάσει ότι υπήρχε κάποτε ένας πολιτισμός ισχυρός σαν το δικό μας. Υπάρχουν όμως τόσοι μύθοι και τόσες ιστορίες, απόηχοι της κατάχτησης αυτής, που δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. 0 μύθος της Μέδουσας, λόγου χάρη, δεν μπορεί ποτέ να είχε τις ρίζες του στο χώμα της Γης. Η ιστορία της Γοργόνας με τα φίδια στα μαλλιά που το βλέμμα της μαρμάρωνε όποιον την κοίταζε δεν μπορεί να στηρίζεται σε κανένα ον της δικής μας Γης. Κι όταν οι αρχαίοι Έλληνες διηγούνταν το μύθο θα πρέπει να θυμόντουσαν αμυδρά κι αβέβαια ιστορίες της αρχαιότητας για ένα παράξενο πλάσμα από κάποιο μακρινό πλανήτη όπου είχαν περπατήσει κάποτε οι πρόγονοί τους.
"Σαμπλώ! Α...Σαμπλώ!" Η άγρια υστερία του όχλου τιναζόταν από τοίχο σε τοίχο μέσα στους στενούς δρόμους του Λακκνταρόλ κι ο γδούπος που έκαναν οι βαριές μπότες στην κατακόκκινη άσφαλτο συνόδευε απειλητικά την ολοένα δυνατότερη ιαχή "Σαμπλώ! Σαμπλώ!".
0 Νόρθγουεστ Σμιθ την άκουσε να πλησιάζει και χώθηκε στην πιο κοντινή πόρτα. Χάιδεψε το ακτινοπίστολό του και τ’ άχρωμα μάτια του στένεψαν. Οι παράξενοι ήχοι δεν ήταν ασυνήθιστοι στους δρόμους της πιο πρόσφατης γήινης αποικίας στον Άρη - μιας ωμής κόκκινης πόλης όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν, και συχνά συνέβαιναν. Αλλά ο Νόρθγουεστ Σμιθ, που τ’ όνομά του το γνωρίζουν και το σέβονται και στις πιο ξεχασμένες γωνιές μιας ντουζίνας άγριων πλανητών, ήταν επιφυλακτικός άνθρωπος, παρά τη φήμη του. Στηρίχτηκε στον τοίχο σφίγγοντας το πιστόλι του κι άκουσε τις κραυγές που πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο.
Έπειτα, στην ακτίνα ορατότητάς του άστραψε μια κόκκινη μορφή που έτρεχε, πηδώντας σαν κυνηγημένος λαγός από καταφύγιο σε καταφύγιο στο στενό δρόμο. Ήταν μια κοπέλα, μια μελαχρινή κοπέλα μ’ ένα κουρελιασμένο φόρεμα τόσο άλικο που η λάμψη του έκαιγε τα μάτια. Έτρεχε αποκαμωμένα κι από ‘κεί που στεκόταν ο Νόρθγουεστ Σμιθ άκουγε τη λαχανιασμένη της αναπνοή. Καθώς εμφανίστηκε την είδε να διστάζει και ν’ ακουμπάει το χέρι της πάνω στον τοίχο για να στηριχτεί, ενώ έριχνε γύρω της απεγνωσμένες ματιές γυρεύοντας κρυψώνα. Δε θα πρέπει να τον είδε, χωμένος καθώς ήταν στην πόρτα, γιατί καθώς η κραυγή του όχλου δυνάμωσε κι ο γδούπος των ποδιών ακούστηκε σχεδόν στη γωνία, βόγκησε απελπισμένα και τρύπωσε στην εσοχή ακριβώς δίπλα του.
Όταν τον είδε να στέκεται εκεί, ψηλό και μελαχρινό, με το χέρι στο πιστόλι, έβγαλε έναν άναρθρο λυγμό και σωριάστηκε στα πόδια του.
0 Σμιθ δεν είχε δει το πρόσωπό της, αλλά ήταν κορίτσι κι είχε ωραίο κορμί και βρισκόταν σε κίνδυνο, και παρόλο που δεν είχε τη φήμη ιπποτικού άντρα κάτι στην απελπισμένη μάζα στα πόδια του άγγιξε εκείνη τη χορδή συμπόνιας για τους κατατρεγμένους που πάλλεται σε κάθε Γήινο. Την έσπρωξε μαλακά στη γωνία πίσω του κι τράβηξε απότομα το πιστόλι καθώς οι πρώτοι απ’ το πλήθος έστριψαν τη γωνία.
Ήταν ανάμικτο πλήθος, Γήινοι και Αρειανοί και μερικοί κάτοικοι των βάλτων της Αφροδίτης, και παράξενοι ιθαγενείς από πλανήτες δίχως όνομα - χαρακτηριστικό πλήθος του Λακκνταρόλ. Στρίβοντας τη γωνία και βλέποντας τον έρημο δρόμο, o όχλος έκοψε την ορμή του και μερικοί άρχισαν να ψάχνουν στις πόρτες και στις δυο μεριές του δρόμου.
"Γυρεύετε τίποτα;" Η σαρδόνια φωνή του Σμιθ αντήχησε καθαρά πάνω απ’ τη φασαρία του πλήθους.
Γύρισαν. Η κραυγή έσβησε για μια στιγμή καθώς είδαν τη σκηνή μπροστά τους - το μεγαλόσωμο Γήινο με τη δερμάτινη στολή του διαστημανθρώπου, μονόχρωμο απ’ το κάψιμο άγριων ήλιων, εκτός απ’ τη Θανάσιμη χλομάδα των άχρωμων ματιών του στο σημαδεμένο του πρόσωπο, το πιστόλι στο σταθερό του χέρι, και το άλικο κορίτσι, κουλουριασμένο πλάι του, να βαριανασαίνει.
0 αρχηγός του πλήθους - ένας χοντρός Γήινος με κουρελιασμένα δερμάτινα ρούχα απ’ όπου είχαν ξηλώσει τα διάσημα της Αστυνομίας - τον κοίταξε για μια στιγμή και μια παράξενη έκφραση δυσπιστίας απλώθηκε πάνω απ’ την άγρια έξαψη του κυνηγιού που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Έπειτα έβγαλε ένα βαθύ μουγκρητό "Σαμπλώ!" κι όρμησε μπροστά. Πίσω του ο όχλος επανέλαβε το ουρλιαχτό "Σαμπλώ! Σαμπλώ!" και τον ακολούθησε.
0 Σμιθ, νωχελικά ακουμπισμένος στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα, φαινόταν ανίκανος για γρήγορη αντίδραση. Αλλά με το πρώτο βήμα του αρχηγού το πιστόλι του διέγραψε μια έμπειρη τροχιά κι η λάμψη των λευκογάλαζων θερμικών ακτίνων που ξεπήδησε απ’ το στόμιό του, τσουρούφλισε την άσφαλτο σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο μπροστά στα πόδια του αρχηγού. H χειρονομία ήταν παλιά κι όλοι γνώριζαν τη σημασία της. Οι πρώτοι πισωπάτησαν βιαστικά πέφτοντας πάνω σ’ αυτούς που ορμούσαν από πίσω και για μια στιγμή δημιουργήθηκε σύγχυση ανάμεσα στα δυο συγκρουόμενα κύματα. Ένα ειρωνικό χαμόγελο χαράχτηκε στο στόμα του Σμιθ καθώς τους παρακολουθούσε. 0 άντρας με τα ξεσκισμένα ρούχα ύψωσε απειλητικά τη γροθιά του και προχώρησε ακριβώς μέχρι το τόξο που είχε χαράξει ο Σμιθ, ενώ το πλήθος πίσω του αιωρούνταν πέρα δώθε.
"Μήπως πρόκειται να περάσεις τη γραμμή;" ρώτησε ο Σμιθ κι η ήρεμη φωνή του έκρυβε απειλές.
"Θέλουμε το κορίτσι!"
"Ελάτε να το πάρετε!" 0 Σμιθ του χαμογέλασε ειρωνικά. Έβλεπε τον κίνδυνο, αλλά η πρόκλησή του δεν ήταν παράτολμη. Είχε πείρα από όχλους κι ήξερε την ψυχολογία τους. Αυτός εδώ ο όχλος δεν είχε δολοφονικές διαθέσεις. Ήθελαν την κοπέλα με μια ανεξήγητη δίψα για αίμα, αλλά η οργή τους δεν ήταν στραμμένη εναντίον του. Ίσως να τον χτυπούσαν, αλλά η ζωή του δεν κινδύνευε. Αν ήταν να τραβήξουν πιστόλια, θα ‘πρεπε να το είχαν κάνει κιόλας. Χαμογέλασε λοιπόν ειρωνικά κι εξακολούθησε ν’ ακουμπάει τεμπέλικα στον τοίχο.
Πίσω απ’ τον αυτοδιορισμένο αρχηγό του το πλήθος πηγαινοερχόταν ανυπόμονα κι απειλητικές φωνές άρχισαν πάλι να υψώνονται. 0 Σμιθ άκουσε το κορίτσι να βογκάει στα πόδια του.
"Τί τη θέλετε;" ρώτησε.
"Είναι Σαμπλώ! Σαμπλώ! ανόητε! Δόσ’ τη μας και θα την περιποιηθούμε εμείς!"
"Την περιποιούμαι εγώ", απάντησε νωχελικά ο Σμιθ.
"Μα είναι Σαμπλώ, σου λέω! Που να σε πάρει ο διάβολος, αυτά τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν. Πέτα την έξω!"
Το όνομα Σαμπλώ δε θύμιζε τίποτα στον Σμιθ, αλλά ένιωσε το έμφυτο πείσμα του να φουντώνει καθώς το πλήθος όρμησε ξανά μπροστά μέχρι την άκρη της γραμμής, αρχίζοντας πάλι να ουρλιάζει. "Σαμπλώ! Πέτα την έξω! Δώσε μας την Σαμπλώ! Σαμπλώ!"
0 Σμιθ εγκατέλειψε ξαφνικά τη νωχελική του στάση, στηρίχτηκε γερά στα πόδια του και σήκωσε απειλητικά το όπλο του. "Μη πλησιάζετε!" φώναξε, "Είναι δική μου! Μη πλησιάζετε!"
Δεν είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει το ακτινοπίστολο. Είχε πια καταλάβει ότι δεν επρόκειτο να τον σκοτώσουν αν δεν πυροβολούσε πρώτος, και δεν σκόπευε να θυσιάσει τη ζωή του για καμιά γυναίκα. Αλλά δεν απέκλειε τον ξυλοδαρμό κι ετοιμάστηκε ν’ αμυνθεί καθώς ο όχλος αναταράχτηκε.
Και τότε συνέβηκε κάτι που δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ. Ακούγοντας την απειλή του, αυτοί που βρίσκονταν πιο κοντά του -.κι είχαν καταλάβει τί έλεγε - πισωπάτησαν λίγο, όχι από φόβο, αλλά φανερά ξαφνιασμένοι. 0 πρώην αστυνομικός είπε "Δική σου! Είναι δική σου;" κι η δυσπιστία είχε διώξει την οργή απ’ τη φωνή του.
0 Σμιθ στάθηκε μπροστά στην κουλουριασμένη μορφή και κούνησε απειλητικά το πιστόλι του.
"Ναι!" είπε "Και Θα την κρατήσω! Πίσω!"
0 άντρας τον κοίταξε άφωνος κι η φρίκη κι η αηδία κι η δυσπιστία ζωγραφίστηκαν ανάμικτα στο τραχύ του πρόσωπο. Η δυσπιστία θριάμβευσε για μια στιγμή και ξαναείπε:
"Δική σου!"
0 Σμιθ κούνησε προκλητικά το κεφάλι του.
0 άντρας πισωπάτησε ξαφνικά, μ’ ανείπωτη περιφρόνηση. Έγνεψε στο πλήθος και φώναξε δυνατά. "Είναι δική του!" κι η πίεση ξαφνικά διαλύθηκε, ο όχλος σώπασε κι η περιφρόνηση απλώθηκε από πρόσωπο σε πρόσωπο.
0 πρώην αστυνομικός έφτυσε στην άσφαλτο κι έκανε μεταβολή, αδιάφορα. "Και δεν την κρατάς!" συμβούλεψε περιφρονητικά πάνω απ’ τον ώμο του. "Μόνο μην την αφήσεις να ξαναβγεί έξω σ’ αυτή την πόλη!"
0 Σμιθ κοίταζε απορημένος, με το στόμα ανοιχτό, καθώς το πλήθος γεμάτο περιφρόνηση ξαφνικά άρχισε να διαλύεται. Τα είχε χαμένα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τέτοιο αιμοβόρο μίσος είχε εξατμιστεί τόσο αναπάντεχα. Και το παράξενο μίγμα περιφρόνησης κι αηδίας που έβλεπε στα πρόσωπά τους τον προβλημάτιζε ακόμα περισσότερο. Το Λακκνταρόλ δεν ήταν πουριτανική πόλη - κάθε άλλο - κι έτσι δε φαντάστηκε ούτε στιγμή ότι είχε προκαλέσει αυτή την παράξενη αποστροφή που είχε απλωθεί στο πλήθος λέγοντας μόνο ότι το κορίτσι ήταν δικό του. Όχι, ήταν κάτι πιο βαθύ. Η αηδία ήταν ενστικτώδης κι άμεση - δεν θα ήταν καν τόσο έντονη αν είχε παραδεχτεί ότι ήταν κανίβαλος ή ότι λάτρευε τον Φαρόλ.
Κι απομακρύνονταν βιαστικά από κοντά του, λες κι ήταν μεταδοτική αυτή η αμαρτία που χωρίς να ξέρει είχε διαπράξει. O δρόμος άδειαζε γρήγορα, όπως γρήγορα είχε γεμίσει. Είδε έναν από την Αφροδίτη να κοιτάζει πίσω απ’ τον ώμο του καθώς έστριβε τη γωνία και να του φτύνει τη λέξη: "Σαμπλώ!" κι η λέξη γέννησε καινούργιες σκέψεις στο μυαλό του Σμιθ. Σαμπλώ! Αόριστα γαλλικό όνομα. Κι ακουγόταν παράξενα στα χείλια των κατοίκων της Αφροδίτης και του Άρη. Κι η φράση του πρώην αστυνομικού τον παραξένευε ακόμα περισσότερο. "Αυτά τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν". Κάτι του θύμιζε αμυδρά... μια παλιά φράση απ’ τη δική του γλώσσα... "Οι μάγισσες πρέπει να πεθαίνουν". Χαμογέλασε μόνος του με την παρομοίωση και ταυτόχρονα ένιωσε την κοπέλα στο πλευρό του.
Είχε σηκωθεί αθόρυβα. Γύρισε να την δει βάζοντας το πιστόλι στη θήκη του, και την κοίταξε πρώτα με περιέργεια κι έπειτα με την ειλικρινή αφέλεια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν κάτι όχι εντελώς ανθρώπινο. Κι εκείνη δεν ήταν εντελώς ανθρώπινη. Το κατάλαβε με την πρώτη ματιά, αν και το μελαχρινό, καλοφτιαγμένο σώμα της είχε γυναικείο σχήμα και φορούσε το άλικο φόρεμα - είδε ότι ήταν δερμάτινο - με μια άνεση που λίγα μη ανθρώπινα πλάσματα κατάφερναν ν’ αποκτήσουν. Το κατάλαβε απ’ τη στιγμή που το βλέμμα του συνάντησε τα μάτια της κι ανατρίχιασε. Ήταν πράσινα σα χορτάρι, με στενές κόρες σαν της γάτας που πάλλονταν αδιάκοπα, κι είχαν στο βάθος ένα βλέμμα σκοτεινής σοφίας - της σοφίας του ζώου που βλέπει περισσότερα απ’ τον άνθρωπο.
Το πρόσωπό της ήταν εντελώς άτριχο - δεν είχε ούτε φρύδια, ούτε βλέφαρα, κι ο Σμιθ θα μπορούσε να ορκιστεί ότι το στενό άλικο τουρμπάνι που ήταν δεμένο γύρω από το κεφάλι της σκέπαζε τη φαλάκρα της. Είχε τρία δάχτυλα κι αντίχειρα σε κάθε χέρι και τα πόδια της είχαν κι αυτά από τέσσερα δάχτυλα. Και τα δεκάξι δάχτυλα είχαν στρογγυλά νύχια που χώνονταν στη σάρκα σαν της γάτας. Πέρασε τη γλώσσα της πάνω απ’ τα χείλια της - μια λεπτή, ροζ, ευκίνητη γλώσσα, γατίσια σαν τα μάτια της - και μίλησε με δυσκολία. 0 Σμιθ κατάλαβε ότι το λαρύγγι της κι η γλώσσα της δεν ήταν φτιαγμένα για ανθρώπινη ομιλία.
"Δε - φοβάμαι τώρα", είπε γλυκά, και τα δοντάκια της ήταν κι αυτά άσπρα και μυτερά σα γάτας.
"Γιατί σε κυνηγούσαν;" τη ρώτησε με περιέργεια. "Τί έκανες, Σαμπλώ, έτσι λέγεσαι;"
"Δε - μιλάω - γλώσσα σου", απάντησε με κάποιο δισταγμό. "Δεν πειράζει, προσπάθησε - θέλω να μάθω. Γιατί σε κυνηγούσαν; θα είσαι ασφαλής στους δρόμους τώρα η μήπως θα ‘πρεπε να μπεις κάπου; Φαίνονταν επικίνδυνοι".
"Θα - πάω - μαζί σου". Το έβγαλε με δυσκολία.
"Για πες μου!" χαμογέλασε ο Σμιθ. "Τί είσαι; σα γατάκι μου φαίνεσαι".
"Σαμπλώ". Το είπε μελαγχολικά. "Πού ζεις; Αρειανή είσαι;"
"Έρχομαι από - από μακριά - από παλιά - μακρινή χώρα -"
"Περίμενε!" γέλασε ο Σμιθ. "Με μπέρδεψες. Δεν είσαι Αρειανή!"
Τέντωσε το κορμί της δίπλα του, σηκώνοντας το κεφάλι κι υπήρχε κάτι το βασιλικό στη στάση της.
"Αρειανή;" είπε περιφρονητικά. "0 λαός μου είναι - είναι - δεν υπάρχει λέξη. Η γλώσσα σας - δύσκολη για μένα".
"Ποια είναι η δική σου; Ίσως την ξέρω. Για δοκίμασε". Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε κατάματα και φαινόταν να διασκεδάζει - ο Σμιθ θα μπορούσε να τ’ ορκιστεί.
"Κάποια μέρα θα - σου μιλήσω - στη γλώσσα μου", υποσχέθηκε, κι η ροζ γλώσσα πέρασε πάνω απ’ τα χείλια της γρήγορα, πεινασμένα.
Πριν ο Σμιθ προλάβει ν’ απαντήσει, βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν. Ένας Αρειανός πέρασε δίπλα του, παραπατώντας ελαφρά κι αποπνέοντας μια μυρωδιά από ουίσκι σεγκίρ, το ουίσκι της Αφροδίτης. Βλέποντας την κοπέλα με τα κουρελιασμένα άλικα ρούχα γύρισε απότομα, και καθώς το ζαλισμένο απ’ το σεγκίρ μυαλό του συνειδητοποίησε την παρουσία της, όρμησε προς την εσοχή, μουγκρίζοντας, "Σαμπλώ, μα το Φαρόλ, Σαμπλώ!" κι άπλωσε το χέρι να την αρπάξει.
0 Σμιθ τον χτύπησε.
"Στρίβε, Αρειανέ" τον συμβούλεψε με περιφρόνηση.
0 άντρας τραβήχτηκε και τον κοίταξε με θολό βλέμμα. "Δική σου, ε;" Κι ακριβώς όπως είχε κάνει κι ο πρώην αστυνομικός, έφτυσε στην άσφαλτο και συνέχισε το δρόμο του μουρμουρίζοντας στην τραχιά γλώσσα του πλανήτη του.
0 Σμιθ τον κοίταξε ν’ απομακρύνεται και μια ρυτίδα σχηματίστηκε ανάμεσα στ’ άχρωμα μάτια του. Μια παράξενη ανησυχία τον γέμισε.
"Έλα! " είπε απότομα στο κορίτσι. "Αν πρόκειται να συνεχιστεί αυτό, καλύτερα να μπούμε κάπου. Πού θέλεις να σε πάω;"
"Μαζί - σου", ψιθύρισε.
Κοίταξε τα πράσινα ανέκφραστα μάτια της. Οι αδιάκοπα παλλόμενες κόρες τον ενοχλούσαν, αλλά ένιωθε αόριστα ότι βαθιά μέσα σ’ αυτά τα κτηνώδη μάτια υπήρχε ένα παραθυράκι, ένα κλειστό φράγμα που από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε ν’ ανοίξει αποκαλύπτοντάς του τη σκοτεινή τους γνώση.
"Έλα, τότε", είπε πάλι απότομα και κατέβηκε στο δρόμο. Τον ακολούθησε με μικρά βηματάκια, μένοντας λίγο πίσω του χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να τον φτάσει και παρόλο που ο Σμιθ - όπως είναι γνωστό απ’ την Αφροδίτη ως το φεγγάρι του Δία - πατάει μαλακά σα γάτα, ακόμα και με τις βαριές μπότες των διαστημανθρώπων, το κορίτσι πίσω του γλιστρούσε σα σκιά στην άσφαλτο, τόσο αθόρυβα που τα δικά του βήματα αντηχούσαν καθαρά στον έρημο δρόμο.
0 Σμιθ διάλεξε τους πιο λιγοσύχναστους δρόμους του Λακκνταρόλ και λίγο ντροπιασμένα ευχαρίστησε τους δίχως όνομα θεούς του που δεν έμενε μακριά, γιατί οι λίγοι πεζοί που συνάντησαν γύριζαν και τους κοίταζαν με τη γνώριμη πια έκφραση φρίκης και περιφρόνησης που ακόμα δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Το δωμάτιο που είχε νοικιάσει ήταν ένα μονό κουβούκλιο σ’ ένα πανδοχείο στην άκρη της πόλης. Το Λακκνταρόλ, νιόχτιστη πόλη εκείνες τις μέρες, δεν προσέφερε μεγάλες ανέσεις, κι έτσι κι αλλιώς ο Σμιθ προτιμούσε να περάσει απαρατήρητη η επίσκεψή του. Είχε κοιμηθεί και σε χειρότερα μέρη, δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά.
Δεν υπήρχε κανένας όταν μπήκαν μέσα, και η κοπέλα γλίστρησε στη σκάλα πίσω του και τρύπωσε στο δωμάτιο χωρίς να τη δει κανένας. 0 Σμιθ έκλεισε την πόρτα και στηρίχτηκε επάνω στο θυρόφυλλο κοιτάζοντάς την συλλογισμένος.
Εκείνη έριξε μια ματιά στο δωματιάκι - το ξέστρωτο κρεβάτι, το ξεχαρβαλωμένο τραπέζι, το ραγισμένο καθρέφτη που κρεμόταν στραβά απ’ τον τοίχο, τις ετοιμόρροπες καρέκλες. Δέχτηκε τη φτώχεια του μ’ αυτή τη μοναδική ματιά, χωρίς να φαίνεται να ενοχλείται, πλησίασε στο παράθυρο κι έσκυψε για λίγο έξω κοιτάζοντας πέρα απ’ τις χαμηλές στέγες προς την άγονη ύπαιθρο κάτω απ’ τον απογευματινό ήλιο.
"Μπορείς να μείνεις εδώ", είπε απότομα ο Σμιθ, "μέχρι να φύγω. Περιμένω να ‘ρθει ένας φίλος μου απ’ την Αφροδίτη. Έχεις φάει;"
"Ναι", είπε γρήγορα εκείνη. "Δε θα - χρειαστώ - φαγητό για λίγο".
"Λοιπόν", ο Σμιθ έριξε μια ματιά γύρω του. "Θα γυρίσω το βράδυ. Μπορείς να μείνεις ή να φύγεις, όπως θέλεις. Καλύτερα να κλειδώσεις την πόρτα".
Και μ’ αυτά τα λόγια την άφησε. Η πόρτα έκλεισε κι άκουσε το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά και χαμογέλασε μόνος του. Δε φανταζόταν, τότε, ότι θα την ξανάβλεπε.
Κατέβηκε τη σκάλα και βγήκε έξω στο δειλινό, κι είχε τόσα πράγματα στο μυαλό του που γρήγορα ξέχασε το μελαχρινό κορίτσι. Η δουλειά του Σμιθ στο Λακκνταρόλ, όπως κι οι περισσότερες δουλειές του, ήταν τέτοια που θα ‘ταν καλύτερα να μη τη συζητήσουμε. 0 κάθε άνθρωπος ζει όπως νομίζει, κι η ζωή του Σμιθ ήταν επικίνδυνη υπόθεση, με μοναδικό νόμο το ακτινοπίστολο. Αρκεί να πούμε ότι αυτή τη στιγμή τον ενδιέφεραν πολύ το λιμάνι και τα φορτηγά που ξεκινούσαν από ‘κεί κι ότι ο φίλος που περίμενε ήταν ο Γιαρόλ απ’ την Αφροδίτη. Θα ερχό­ταν με τη γρήγορη "Μέιντ", το σκάφος που πετάγεται από κόσμο σε κόσμο με άφταστη ταχύτητα, ξεγελώντας τ’ αστυνο­μικά καταδιωχτικά και αφήνοντάς τα να παραδέρνουν στους αιθέρες μίλια μακριά πίσω του. 0 Σμιθ κι ο Γιαρόλ κι η "Μέιντ" ήταν μια τριάδα που στο παρελθόν είχε προκαλέσει πολλές σκο­τούρες στην Αστυνομία κι ο Σμιθ ήταν γεμάτος αισιοδοξία για το μέλλον εκείνο το απόγευμα, καθώς έφευγε απ’ το ξενοδοχείο του.
Το Λακκνταρόλ ζει έντονα τη νύχτα, όπως άλλωστε όλες οι αποικίες των Γήινων στους πλανήτες - και μόλις είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν ο Σμιθ κατέβηκε προς το κέντρο της πόλης. Το τί έκανε εκεί δε μας αφορά. Ανακατεύτηκε με τις συντροφιές εκεί που τα φώτα ήταν πιο ζωηρά, και τα ποτήρια κροτάλιζαν στα μπαρ, και το ασήμι κουδούνιζε αλλάζοντας χέρια και το κόκκινο σεγκίρ έτρεχε ασταμάτητα απ’ τις μαύρες μποτίλιες της Αφρο­δίτης, και πολύ αργότερα πήρε το δρόμο της επιστροφής κάτω απ’ τα κινούμενα φεγγάρια του Άρη, κι αν οι δρόμοι σκαμπανέβαζαν λίγο κάτω απ’ τα πόδια του - ε, δεν ήταν και τόσο παράξενο. Οποιοσδήποτε σταματούσε για ένα ποτηράκι κόκ­κινο σεγκίρ σε κάθε μπαρ απ’ το "Αρνί του Άρη" μέχρι το "Νέο Σικάγο" θ’ αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα. Ωστόσο ο Σμιθ κατάφερε να γυρίσει στο δωμάτιό του χωρίς μεγάλη δυσκολία ­σχετικά - και πέρασε πέντε ολόκληρα λεπτά ψάχνοντας για το κλειδί του πριν θυμηθεί ότι το είχε αφήσει στην κλειδαριά για το κορίτσι.
Χτύπησε λοιπόν και δεν άκουσε βήματα από μέσα, αλλά μόνο το κλειδί που γύριζε στην κλειδαριά κι η πόρτα άνοιξε. Εκείνη οπισθοχώρησε αθόρυβα μπροστά του καθώς μπήκε και ξανακάθισε στην αγαπημένη της θέση στο παράθυρο, ακουμπώντας στο περβάζι, κι η σιλουέτα της διαγραφόταν σκοτεινή στο φόντο τ’ ουρανού. Το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι.
0 Σμιθ γύρισε το διακόπτη δίπλα στην πόρτα κι έπειτα ακού­μπησε στο θυρόφυλλο για να στηριχτεί. Είχε συνέλθει λίγο με το δροσερό βραδινό αέρα και το κεφάλι του είχε καθαρίσει - το οινόπνευμα κατέβαινε στα πόδια του, δεν ανέβαινε ψηλά και σ’ αυτό χρώσταγε την επιτυχία του στην παράνομη ζωή που είχε διαλέξει.
Ακούμπησε λοιπόν νωχελικά στην πόρτα και κοίταξε το κορί­τσι στην ξαφνική λάμψη των γλόμπων, ανοιγοκλείνοντας λίγο τα μάτια του, τυφλωμένος τόσο απ’ το άλικο φόρεμά της όσο κι απ’ το φως.
"Έμεινες λοιπόν", είπε.
"Σε περίμενα", απάντησε εκείνη σιγανά κι ανασηκώθηκε λίγο στο περβάζι, σφίγγοντας το τραχύ ξύλο με τα λεπτά, γατίσια δάχτυλά της.
"Γιατί;"
Δεν απάντησε σ’ αυτό, αλλά ένα αργό χαμόγελο διαγράφτηκε στα χείλια της. Από μια γυναίκα, θα ‘ταν αρκετή μια τέτοια απάντηση - προκλητική, τολμηρή. Από τη Σαμπλώ, υπήρχε κάτι θλιβερό και συνάμα φριχτό στην απάντηση αυτή - την τόσο ανθρώπινη στο μισοκτηνώδες πρόσωπό της. Κι όμως... το γλυκό μελαχρινό κορμί με τις μαλακές καμπύλες που ξεχώριζαν μέσα απ’ τα κουρέλια της - η βελουδένια υφή του κορμιού αυτού - το χαμόγελο με τη λευκή λάμψη... ο Σμιθ ένιωσε μια αναστάτωση. Στο κάτω-κάτω είχε αρκετές άδειες ώρες μπροστά του μέχρι να έρθει ο Γιαρόλ... Άφησε τα άχρωμα μάτια του να περιπλανηθούν πάνω της μ’ ένα αργό βλέμμα που δεν του ξέφευγε τίποτα. Κι όταν μίλησε κατάλαβε ότι η φωνή του είχε βαθύνει λιγάκι.
"Έλα ‘δώ", είπε.
Εκείνη προχώρησε αργά, και τα γυμνά γατίσια πόδια της δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο. Στάθηκε μπροστά του με χαμη­λωμένα μάτια και το στόμα της έτρεμε μ’ εκείνο το θλιβερά ανθρώπινο χαμόγελο. Την άρπαξε απ’ τους ώμους - βελουδέ­νιους ώμους που η λεία απαλότητά τους δεν ήταν ανθρώπινη. Μια έντονη ανατριχίλα πέρασε από πάνω της στο άγγιγμά του. 0 Νόρθγουεστ Σμιθ πήρε βαθιά ανάσα και την τράβηξε πάνω του... το γλυκό μελαχρινό κορμί της υποχώρησε στην αγκαλιά του... άκουσε και τη δική της αναπνοή να σκαλώνει και να γίνεται πιο γρήγορη, καθώς τα βελουδένια χέρια της τυλίχτηκαν γύρω απ’ το λαιμό του. Κι έπειτα κοίταξε το πρόσωπό της, τόσο κοντά, και τα πράσινα γατίσια μάτια της συνάντησαν τα δικά του κι οι κόρες πάλλονταν και - κάτι - άστραψε μέσα τους ­κι ενώ το αίμα του φούντωνε καθώς ένωνε τα χείλια του με τα δικά της ο Σμιθ ένιωσε κάτι βαθιά στην ψυχή του ν’ αντιστέ­κεται με φρίκη - κάτι ανεξήγητο, ενστικτώδες, που επανα­στατούσε. Τί ήταν δε θα μπορούσε να περιγράψει, αλλά το άγγιγμά της του φάνηκε ξαφνικά απαίσιο - τόσο βελουδένιο κι όχι ανθρώπινο - και το πρόσωπο που πλησίασε τα χείλια του θα μπορούσε να ‘ταν πρόσωπο ζώου - οι σκοτεινές στενές κόρες - και για μια στιγμή ένιωσε την ίδια άγρια, πυρετώδικη αποστροφή που είχε δει στα πρόσωπα του όχλου...
"Θεέ μου!" μουρμούρισε και, χωρίς να το συνειδητοποιήσει τότε η αργότερα, είχε χρησιμοποιήσει μια πολύ παλιά ξεχασμένη επίκληση. Τράβηξε απότομα τα χέρια της απ’ το λαιμό του και την τίναξε μακριά με τόση δύναμη, που την πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου. 0 Σμιθ έπεσε πάνω στην πόρτα βαριανα­σαίνοντας και κάρφωσε τα μάτια του επάνω της, ενώ η άγρια αποστροφή μέσα του έσβηνε αργά.
Είχε πέσει στο πάτωμα κάτω απ’ το παράθυρο και, καθώς έμεινε σωριασμένη εκεί, ο Σμιθ είδε μ’ έκπληξη ότι το τουρμπάνι είχε γλιστρήσει - το τουρμπάνι που ήταν σίγουρος ότι σκέπαζε το φαλακρό της κεφάλι - και μια μπούκλα άλικων μαλλιών ξεπρόβαλε από κάτω, μια μπούκλα άλικη σαν το φόρεμά της και τόσο ανανθρώπινα κόκκινη όσο τα μάτια της ήταν ανανθρώπινα πράσινα. Την κοίταξε έκπληκτος, κούνησε ζαλισμένα το κεφάλι του και ξανακοίταξε, γιατί του είχε φανεί ότι αυτή η χοντρή άλικη μπούκλα είχε κουνηθεί είχε κουλουριαστεί μόνη της, πάνω στο μάγουλό της.
Καθώς την ένιωσε, σήκωσε τα χέρια και την ξανάβαλε κάτω απ’ το τουρμπάνι με μια πολύ ανθρώπινη κίνηση κι έπειτα πήρε πάλι το κεφάλι της στα χέρια της. Κι ο Σμιθ είχε την εντύπωση ότι τον παρακολουθούσε κρυφά μέσα απ’ τα δάχτυλά της.
Πήρε βαθιά ανάσα και πέρασε το χέρι του στο μέτωπό του. H ανεξήγητη στιγμή είχε περάσει τόσο γρήγορα όσο είχε έρθει ­υπερβολικά γρήγορα για να μπορέσει να την κατανοήσει η να την αναλύσει. "Καλά θα κάνω να κόψω το σεγκίρ", σκέφτηκε αβέβαια. Είχε φανταστεί τα άλικα μαλλιά; Στο κάτω-κάτω δεν είναι παρά ένα χαριτωμένο θηλυκό πλάσμα από μια απ’ τις πολλές μισοανθρώπινες φυλές που γέμιζαν τους πλανήτες. Τίπο­τα παραπάνω. Χαριτωμένο πλασματάκι, μα ζωάκι... Γέλασε κάπως ταραγμένος.
"Ας τ’ αφήσουμε αυτά", είπε "Δεν είμαι κανένας άγγελος, αλλά πρέπει να υπάρχει κάποιο όριο. Ορίστε!" Πλησίασε το κρεβάτι, ξεχώρισε ένα ζευγάρι κουβέρτες απ’ το ξέστρωτο σωρό και τις πέταξε στην απέναντι γωνιά του δωματίου - "Κοιμήσου εκεί, αν θες".
Σιωπηλά, σηκώθηκε απ’ το πάτωμα κι άρχισε να τακτοποιεί τις κουβέρτες, με την αγόγγυστη υποταγή του ζώου εύγλωττα ζωγραφισμένη σε κάθε γραμμή του προσώπου της.
0 Σμιθ είχε ένα παράξενο όνειρο εκείνη τη νύχτα. Του φάνηκε ότι είχε ξυπνήσει μέσα σ’ ένα σκοτεινό, φεγγαρόλουστο δωμάτιο γεμάτο κινούμενες σκιές, γιατί το πιο κοντινό φεγγάρι του Άρη έτρεχε στον ουρανό κι όλα τα πράγματα στον πλανήτη είχαν αποκτήσει μια ζωή γεμάτη κινητικότητα στο σκοτάδι. Και κάτι... κάποιο ακατονόμαστο, φανταστικό πράγμα... είχε κουλουρια­στεί γύρω απ’ το λαιμό του... κάτι σα μαλακό φίδι, υγρό και ζεστό. Κειτόταν χαλαρό κι ελαφρό, με μια απαλή, χαϊδευτική πίεση που του προκαλούσε μια επικίνδυνη ευχαρίστηση - πέρα απ’ τη σωματική ηδονή, βαθύτερη από την πνευματική ικανο­ποίηση. Η ζεστή γλύκα χάιδευε τις ρίζες της ψυχής του με τρομερή οικειότητα. Η έκσταση τον άφησε αδύναμο κι όμως ήξερε - σε μια αστραπή γνώσης γεννημένη απ’ αυτό το απί­θανο όνειρο - ότι η ψυχή δεν έπρεπε ν’ αγγιχτεί... Και μ’ αυτή τη γνώση ξέσπασε η φρίκη, μετατρέποντας την ηδονή σε μια μεταρσίωση αποστροφής, μισητή, απαίσια - αλλά πάντα γλυ­κιά. Προσπάθησε να σηκώσει τα χέρια του και να τραβήξει το τέρας απ’ το λαιμό του - αλλά μόνο με μισή καρδιά. Γιατί, παρόλο που η ψυχή του είχε αηδιάσει μέχρι τα μύχια, η ευχα­ρίστηση του κορμιού του ήταν τόσο άφατη που τα χέρια του αρνιούνταν να τον υπακούσουν. Κι όταν τέλος προσπάθησε πάλι να σηκώσει τα μπράτσα του, ένιωσε μια κρυάδα να περνάει από πάνω του και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί... το κορμί του κειτόταν παγερό σα μάρμαρο κάτω απ’ τις κουβέρτες, ένα ζωντανό μάρμαρο που αναριγούσε με τρομερή χαρά σε κάθε τεντωμένη φλέβα.
Η αποστροφή δυνάμωσε μέσα του καθώς πάλευε ενάντια στ’ όνειρο που τον παρέλυε - μια πάλη της ψυχής με το τεμπέλικο κορμί - μέχρι που το κινούμενο σκοτάδι γέμισε με μαυρίλα που συννέφιασε κι έκλεισε επιτέλους γύρω του και ξαναβυθίστηκε στη λησμονιά απ’ όπου είχε ξυπνήσει.
Το άλλο πρωί, όταν τον ξύπνησε η δυνατή Αρειανή λιακάδα, ο Σμιθ έμεινε για λίγο ξαπλωμένος προσπαθώντας να θυμηθεί. Το όνειρο ήταν πιο ζωντανό απ’ την πραγματικότητα, μα τώρα δεν μπορούσε να το θυμηθεί με ακρίβεια... μόνο ότι ήταν πιο γλυκό και πιο φριχτό απ’ ο,τιδήποτε είχε ποτέ γνωρίσει. Έμεινε λίγο έτσι, μέχρι που ένας απαλός ήχος από τη γωνιά τον τράβηξε απ’ τις σκέψεις του κι ανακάθισε βλέποντας το κορίτσι κουλουρια­σμένο σα γάτα στις κουβέρτες του να τον παρατηρεί με τα στρογγυλά, σοβαρά μάτια του. Το κοίταξε κάπως λυπημένα.
"‘μέρα", είπε. "Είχα ένα διαβολεμένο όνειρο... Λοιπόν, πεινάς καθόλου;"
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι, σιωπηλά, και ο Σμιθ θα μπο­ρούσε να ορκιστεί ότι υπήρχε μια κρυφή λάμψη παράξενης διασκέδασης στα μάτια της.
Τεντώθηκε και χασμουρήθηκε, διώχνοντας προσωρινά τον εφιάλτη απ’ το μυαλό του.
"Τί θα σε κάνω εσένα; " ρώτησε στρέφοντας την προσοχή του σε πιο άμεσα θέματα. "Πρόκειται να φύγω από ‘δώ σε κάνα-δυο μέρες και δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου, ξέρεις. Μα, πρώτα - ­πρώτα, από πού είσαι;"
Κούνησε πάλι το κεφάλι της.
"Δε θες να μου πεις; Καλά, αυτό είναι δική σου δουλειά. Μπορείς να μείνεις εδώ μέχρι να φύγω. Από ‘κεί κι έπειτα θα πρέπει να δεις μόνη σου τί θα κάνεις".
Κατέβηκε απ’ το κρεβάτι και πήρε τα ρούχα του.
Δέκα λεπτά αργότερα, γλιστρώντας το ακτινοπίστολο στη θήκη του στο μηρό του, ο Σμιθ στράφηκε στο κορίτσι. "Υπάρχει συμπυκνωμένη τροφή σ’ εκείνο το κουτί πάνω στο τραπέζι. Φαντάζομαι να σου φτάσει μέχρι να γυρίσω. Και καλύτερα να κλειδώσεις την πόρτα όταν φύγω".
Το πλατύ, στυλωμένο βλέμμα της ήταν η μοναδική της απάντη­ση, και δεν ήταν σίγουρος ότι τον είχε καταλάβει, αλλά τουλά­χιστον βγαίνοντας άκουσε το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά, και κατέβηκε τις σκάλες μ’ ένα αχνό χαμόγελο στα χείλια.
Η ανάμνηση του απίθανου όνειρου της περασμένης νύχτας χανόταν σιγά-σιγά και, μέχρι να φτάσει στο κέντρο της πόλης, το κορίτσι, τ’ όνειρο κι όλα τα χθεσινά συμβάντα είχαν ξεχαστεί μπροστά στις άμεσες ανάγκες του παρόντος.
Και πάλι η πολύπλοκη υπόθεση που τον είχε φέρει εδώ απαίτησε την προσοχή του. Ασχολήθηκε αποκλειστικά μ’ αυτήν κι υπήρχε κάποιος λόγος για κάθε του κίνηση απ’ τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο δρόμο μέχρι τη στιγμή που γύρισε στο δωμάτιό του το βράδυ, παρόλο που οι φαινομενικά άσκοπες βόλτες του στο Λακκνταρόλ δε φαίνονταν να έχουν κανένα νόημα.
Θα πρέπει να πέρασε τουλάχιστον δυο ώρες στο λιμάνι χαζεύ­οντας με τα νυσταγμένα, άχρωμα μάτια του τα σκάφη που πηγαινοέρχονταν, τους επιβάτες, τα φορτία, κυρίως τα φορτία.
Ξανάφερε βόλτα άλλη μια φορά τα μπαρ της πόλης, πίνοντας πολλά ποτήρια από διάφορα ποτά κατά τη διάρκεια της μέρας και πιάνοντας κουβέντα με ανθρώπους κάθε φυλής και κάθε κόσμου, συνήθως στη γλώσσα τους, γιατί ο Σμιθ ήταν φημι­σμένος γλωσσολόγος. Άκουσε το κουτσομπολιό του διαστή­ματος, νέα από καμιά ντουζίνα πλανήτες, το τελευταίο ανέκδοτο με τον Αυτοκράτορα της Αφροδίτης, την τελευταία αναφορά για τον Αρειο-Κινεζικό πόλεμο και το τελευταίο σουξέ της Ρόουζ Ρόμπερτσον. Πέρασε τη μέρα του με πολύ χρήσιμο τρόπο, για τους σκοπούς του, που δε μας αφορούν αυτή τη στιγμή, και μόνον αργά το βράδυ, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, η σκέψη της μελαχρινής κοπέλας στο δωμάτιό του πήρε πάλι συγκεκριμένη μορφή, αν και στην πραγματικότητα τριγύριζε συγκεχυμένα στο μυαλό του όλη μέρα.
Δεν είχε ιδέα από τί απαρτιζόταν η δίαιτά της, αλλά αγόρασε μια κονσέρβα ρόστ μπιφ Νέας Υόρκης και μια με βατραχό­σουπα Αφροδίτης και μια ντουζίνα φρέσκα μήλα και δυο κιλά γήινου μαρουλιού που γίνεται τόσο τραγανό όταν φυτρώνει στον Άρη. Ένιωθε ότι σίγουρα κάτι θα της άρεσε απ’ όλη αυτή την ποικιλία και - επειδή η μέρα του ήταν πολύ ικανοποιητική - σιγοτραγουδούσε τους "Πράσινους λόφους της Γης" καθώς σκαρφάλωνε τα σκαλοπάτια του πανδοχείου του.
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη όπως και την άλλη φορά κι αναγκάστηκε να την κλωτσήσει μαλακά με τις μπότες του, γιατί τα χέρια του ήταν φορτωμένα. Εκείνη άνοιξε την πόρτα με την απαλάδα που τη χαραχτήριζε και στάθηκε κοιτάζοντάς τον καθώς σκουντουφλούσε στο σκοτάδι για να βρει το τραπέζι. το δωμάτιο ήταν πάλι σκοτεινό.
"Γιατί δεν ανάβεις το φως;" ρώτησε εκνευρισμένα γιατί είχε γδάρει το γόνατό του στην καρέκλα δίπλα στο τραπέζι προσπα­θώντας ν’ ακουμπήσει εκεί τα πράγματα.
"Φως και - σκοτάδι - είναι ίδια - για μένα", ψιθύρισε. "Γατίσια μάτια, ε; Σου φαίνεται. Λοιπόν, σού ‘φερα κάτι να φας. Διάλεξε ό,τι θες. Σ’ αρέσει το ροστ μπιφ; Ή τί θα ‘λεγες για λίγη βατραχόσουπα;"
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της κι έκανε ένα βήμα πίσω. "Όχι", είπε "Δεν μπορώ - να φάω - το φαγητό σας". 0 Σμιθ έσμιξε τα φρύδια: "Έφαγες χάπια φαγητού;"
Και πάλι το κόκκινο τουρμπάνι κουνήθηκε αρνητικά.
"Μα τότε έχεις να φας - περισσότερο από εικοσιτέσσερις ώρες! Πρέπει να πεινάς".
"Δεν πεινάω", αρνήθηκε εκείνη.
"Τί θα μπορούσα να σου φέρω, τότε; Προλαβαίνω, αν βιαστώ. Πρέπει κάτι να φας, παιδί μου".
"Θα - φάω", είπε σιγανά. "Σύντομα - θα - φάω. Μη ­στεναχωριέσαι".
Του γύρισε την πλάτη και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω το φεγγαρόλουστο τοπίο, σα να ‘θελε να τερμα­τίσει την κουβέντα. 0 Σμιθ της έριξε μια απορημένη ματιά καθώς άνοιγε την κονσέρβα με το ρόστ μπιφ. Είχε διακρίνει ένα παράξενο κρυφό τόνο στα λόγια της πού, αόριστα, δεν του άρεσε. Και το κορίτσι είχε δόντια και γλώσσα και κατά πάσα πιθανότητα ανθρώπινο πεπτικό σύστημα, αν έκρινε απ’ την ανθρώπινη μορφή της. Ήταν ανόητη να προσποιείται ότι δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να φάει. Φαίνεται ότι θα έφαγε κανένα χάπι συμπυκνωμένης τροφής, αποφάσισε, ανοίγοντας την κονσέρβα του με το ζεστό κρέας.
"Καλά, αν δε θες να φας, μην τρως", παρατήρησε με φιλο­σοφική διάθεση, χύνοντας τη ζεστή σούπα και το κομμένο σε κύβους κρέας στο σκέπασμα της κονσέρβας που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν πιάτο. Γύρισε λίγο για να την κοιτάξει, καθώς τράβηξε μια ετοιμόρροπη καρέκλα και κάθισε να φάει, αλλά μετά από λίγο, νιώθοντας το πράσινο βλέμμα στυλωμένο πάνω του, άρχισε να εκνευρίζεται και της είπε ανάμεσα σε δυο μπουκιές μήλου. "Γιατί δε δοκιμάζεις λίγο μήλο; Είναι νόστιμο".
"Η δική μου - τροφή - είναι καλύτερη, του απάντησε η γλυκιά φωνή της με το δισταχτικό ψίθυρο, και πάλι ένιωσε περισσότερο παρά άκουσε εκείνο τον παράξενο τόνο στα λόγια της. μια φριχτή υποψία γέμισε ξαφνικά το μυαλό του καθώς αναλογιζόταν την τελευταία της παρατήρηση - μια αόριστη ανάμνηση ιστοριών φρίκης που διηγούνταν παλιά - και γύρισε απότομα στην καρέκλα του για να την κοιτάξει ενώ μέσα του φούντωνε ανεξήγητα ένας παράξενος φόβος. Τα λόγια της - τα λόγια που δεν είχε πει - έμοιαζαν να κρύβουν κάποια απειλή...
Εκείνη σηκώθηκε βλέποντας το βλέμμα του και τα μεγάλα, πράσινα μάτια της με τις παλλόμενες κόρες συνάντησαν αδί­σταχτα τα δικά του. Αλλά το στόμα της ήταν άλικο και τα δόντια της ήταν μυτερά...
"Ποια είναι η τροφή σου; τη ρώτησε. Κι έπειτα, μετά από μια παύση, πολύ σιγά, "Αίμα;"
Τον κοίταξε για μια στιγμή χωρίς να καταλαβαίνει· έπειτα κάτι σα χαμόγελο διασκέδασης ζωγραφίστηκε στα χείλια κι είπε περιφρονητικά, "Με νομίζεις - βρικόλακα, ε; Όχι - είμαι Σαμ­πλώ!"
Αναμφισβήτητα η υποψία του τη διασκέδαζε, αλλά το ίδιο αναμφισβήτητα ήξερε τί εννοούσε- το δεχόταν σα λογικό συμπέρασμα - βρικόλακες! Παραμύθια - μα παραμύθια που γνώ­ριζε καλά αυτό το ανανθρώπινο, εξωπραγματικό πλάσμα. 0 Σμιθ δεν ήταν ούτε εύπιστος ούτε προληπτικός, αλλά είχε δει πολλά πράγματα για ν’ αμφιβάλλει ότι κι οι πιο απίθανοι μύθοι ήταν βασισμένοι σε κάποιο γεγονός. Κι υπήρχε κάτι ακατονόμαστα παράξενο σ’ αυτό το κορίτσι...
Το τριγύρισε για λίγο στο μυαλό του καθώς αποτέλειωνε το φαγητό του. Και παρόλο που ήθελε να την ρωτήσει για πολλά πράγματα δεν το έκανε, γιατί ήξερε πόσο μάταιο θα ‘ταν.
Δεν είπε τίποτα αλλά μέχρι που τέλειωσε το φαγητό του και καθάρισε το τραπέζι πετώντας την άδεια κονσέρβα απ’ το παράθυρο. Έπειτα έγειρε στην καρέκλα του κι άρχισε να την περιεργάζεται πίσω απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρά του. Και πάλι πρόσεξε τις μαλακές, βελουδένιες καμπύλες της - σα να ‘νιωθε την απαλή σάρκα κάτω απ’ τα κουρέλια του άλικου φορέματος. Βρικόλακας ίσως και να ‘ταν, ανθρώπινη σίγουρα δεν ήταν, πάντως αφόρητα ελκυστική καθώς καθόταν πειθήνια κάτω απ’ το χαμηλωμένο του βλέμμα, με σκυμμένο το τυλιγμένο στο τουρμπάνι κεφάλι της και τα χέρια στα γόνατα. Έμειναν πολύ ήσυχοι για λίγο κι η σιωπή παλλόταν ανάμεσά τους.
Έμοιαζε τόσο με γυναίκα - Γήινη γυναίκα - γλυκιά και πειθήνια και σοβαρή, και πιο απαλή κι απ’ την απαλότερη γούνα, αν μπορούσε να ξεχάσει τα χέρια με τα τέσσερα δάχτυλα και τα παλλόμενα μάτια - κι αυτή τη βαθύτερη φρίκη ... (Μήπως είχε ονειρευτεί την μπούκλα που κουνιόταν; Μήπως έφταιγε το σεγκίρ για ‘κείνη την άγρια αποστροφή που ένιωσε όταν την κρατούσε στην αγκαλιά του; Γιατί άραγε την κυνη­γούσε με τέτοια μανία ο όχλος;) Καθόταν και την κοίταζε και παρόλο το μυστήριο που την περιέβαλλε και τις μισοσχηματισμέ­νες υποψίες που γέμιζαν το μυαλό του - γιατί ήταν τόσο όμορφα απαλή κάτω απ’ τα κουρέλια της - συνειδητοποίησε ότι ο σφυγμός του είχε γίνει πιο γρήγορος, κάτι έκαιγε μέσα του... το μελαχρινό πλάσμα με τα χαμηλωμένα μάτια... κι έπειτα σήκωσε τα βλέφαρα και το απλανές πράσινο του γατίσιου βλέμ­ματός της συνάντησε το δικό του και η χθεσινοβραδινή αποστρο­φή ξύπνησε πάλι απότομα σα σύστημα συναγερμού που κου­δούνισε καθώς συναντήθηκαν τα μάτια τους - στο κάτω-κάτω ήταν ένα ζώο, δεν έκανε για τους ανθρώπους, κι αυτό το βαθύ­τερο μυστήριο...
0 Σμιθ σήκωσε τους ώμους και ανασηκώθηκε. Είχε πολλά ελαττώματα, αλλά η αδυναμία της σάρκας δεν ήταν ανάμεσα στα κυριότερα. Έγνεψε στην κοπέλα να πάει στις κουβέρτες της στη γωνιά και ξάπλωσε κι αυτός στο κρεβάτι του.
Απ’ το βαθύ του ύπνο ξύπνησε πολύ αργότερα. Ξύπνησε ξαφνικά κι ολοκληρωτικά και μ’ αυτή την εσωτερική αναστά­τωση που προμηνύει κάτι πολύ βαρυσήμαντο. Ξύπνησε στο λαμπερό φεγγαρόφωτο που έλουζε το δωμάτιο με τόσο φως ώστε ξεχώριζε τα άλικα κουρέλια της κοπέλας, καθώς είχε ανα­καθίσει στις κουβέρτες της. Ήταν ξύπνια, και καθόταν με τον ώμο μισογυρισμένο προς το μέρος του και το κεφάλι σκυμμένο και κάποιο προειδοποιητικό ένστικτο χάιδεψε ψυχρά τη ραχοκοκαλιά του καθώς κοίταξε τί έκανε. Κι όμως ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο, κάτι που οποιαδήποτε κοπέλα, οπουδήποτε, θα μπορούσε να κάνει. Ξετύλιγε το τουρμπάνι της.
Την παρακολούθησε χωρίς ν’ ανασαίνει και το προαίσθημα ότι κάτι φριχτό επρόκειτο να συμβεί στριφογύριζε, ανεξήγητα, στο μυαλό του... Οι κόκκινες πτυχές χαλάρωσαν - κι είδε ότι δεν είχε ονειρευτεί - γιατί και πάλι μια άλικη μπούκλα έπεσε στο μά­γουλό της... μαλλιά ήταν; μπούκλα; ...παχιά σαν παχύ σκουλήκι έπεσε στο απαλό της μάγουλο ...πιο άλικη απ’ το αίμα, χοντρή σα σκουλήκι .., και σα σκουλήκι σύρθηκε και κουλουριάστηκε.
0 Σμιθ ανασηκώθηκε στον αγκώνα του χωρίς να συνειδητοποι­ήσει την κίνησή του και στύλωσε τα ορθάνοιχτα μάτια του, με μια αρρωστημένη, μαγεμένη δυσπιστία, σ’ αυτή - σ’ αυτή την μπούκλα. δεν είχε ονειρευτεί. Μέχρι τώρα το είχε πάρει σα δοσμένο ότι έφταιγε το σεγκίρ που την είχε δει να σαλεύει το περασμένο βράδυ. Τώρα όμως... μάκραινε, τεντωνόταν, κουνιό­ταν μόνη της. Θα ‘πρεπε να ‘ταν μαλλιά, αλλά σέρνοντας· αηδιαστικά ζωντανή, κουλουριάστηκε στο μάγουλό της, σα να τη χάιδευε... Υγρή ήταν, και στρογγυλή και παχιά και γυαλιστερή...
Ελευθέρωσε και την τελευταία πτυχή και πέταξε μακριά το τουρμπάνι. Κι ο Σμιθ θα ‘θελε να τραβήξει το βλέμμα του απ’ αυτό που είδε τότε - κι είχε δει πολλά φριχτά πράγματα χωρίς να λιγοψυχήσει - αλλά δεν μπορούσε να σαλέψει. Μπορούσε μόνο να μείνει εκεί, στηριγμένος στον αγκώνα του, να κοιτάζει τη μάζα των άλικων, κινούμενων - σκουληκιών, μαλλιών, τί; - που στριφογύριζαν στο κεφάλι της σαν μπούκλες. Και μάκραιναν, έπεφταν, μεγάλωναν, θα ‘λεγε, μπροστά στα μάτια του, πάνω απ’ τους ώμους της, σ’ ένα χείμαρρο, μια μάζα, που ακόμα και στην αρχή δε θα μπορούσαν να κρυφτούν κάτω από κείνο το στενό τουρμπάνι που έσφιγγε το κρανίο της. Δεν απορούσε καν πια, αλλά αυτό το συνειδητοποίησε. Κι εξακολούθησαν να στρι­φογυρίζουν και να μακραίνουν και να πέφτουν κι εκείνη τίναξε το κεφάλι σα γυναίκα που θέλει να τινάξει τα λυμένα της μαλλιά - μέχρι που ο χείμαρρος - στριφογυρίζοντας, σφαδάζοντας χυδαία άλικος - έφτασε στη μέση της και παρακάτω κι εξακο­λούθησε να μακραίνει, ατέλειωτη μάζα φρίκης που μέχρι τώρα, με κάποιο απίθανο τρόπο, είχε μείνει κρυμμένη κάτω από το στενό τουρμπάνι. Έμοιαζε με φωλιά τυφλών κόκκινων σκουληκιών... έμοιαζε - έμοιαζε με γυμνά άντερα προικισμένα με αφύσικη ζωντάνια, απερίγραπτα φριχτά.
0 Σμιθ έμεινε στη σκιά, παγωμένος, μ’ ένα αρρωστημένο μού­διασμα που του προκαλούσε το σοκ κι η αποστροφή.
Εκείνη τίναξε την αισχρή, ακατονόμαστη μάζα πάνω στους ώμους της κι ο Σμιθ ήξερε ότι την άλλη στιγμή θα γύριζε και θα ‘πρεπε να συναντήσει το βλέμμα της. Η σκέψη της συνάντησης αυτής σταμάτησε την καρδιά του γεμίζοντάς τον τρόμο πιο φοβερό απ’ ο,τιδήποτε άλλο σ’ αυτή την εφιαλτική φρίκη. Γιατί εφιάλτης θα πρέπει να ‘ταν, σίγουρα. Ήξερε όμως χωρίς να χρειαστεί να προσπαθήσει ότι δεν μπορούσε να τραβήξει μακριά τα μάτια του - η αρρωστημένη γοητεία της θέας αυτής τον κρατούσε ασάλευτο και κατά κάποιο τρόπο υπήρχε μια ομορ­φιά...
Το κεφάλι της γύριζε. Οι φρίκες που σέρνονταν επάνω του κουνήθηκαν και κυμάτισαν με την κίνηση στριφογυρίζοντας παχιές κι υγρές και γυαλιστερές πάνω στους απαλούς μελαχρι­νούς ώμους όπου έπεφταν σε αισχρούς χείμαρρους κρύβοντας το κορμί της. Το κεφάλι της γύριζε. 0 Σμιθ περίμενε μουδιασμένος. Και πολύ αργά είδε το μάγουλό της να γυρίζει και να εμφανίζεται το προφίλ της, ενώ οι άλικες φρίκες συστρέφονταν απειλητικά κι έπειτα το πρόσωπό της στράφηκε αργά προς το κρεβάτι - ενώ το φεγγάρι έλαμπε πάνω στο χαριτωμένο πρόσωπό της, το γλυκό της πρόσωπο που ήταν τώρα πλαισιωμένο απ’ την μπερ­δεμένη φρίκη που σερνόταν...
Τα πράσινα μάτια συνάντησαν τα δικά του. Ένιωσε σοκ κι ένα ρίγος ταξίδεψε στην ραχοκοκαλιά του που είχε παραλύσει, αφήνοντας πίσω του ένα παγωμένο μούδιασμα. Ένιωσε να του σηκώνονται οι τρίχες. Αλλά το μούδιασμα και την ψυχρή φρίκη δεν τα συνειδητοποίησε, γιατί τα πράσινα μάτια είχαν δεθεί με τα δικά του σ’ ένα μακρύ μακρύ βλέμμα που προμήνυε ακατονόμαστα πράγματα - κι όχι δυσάρεστα - κι η σιωπηλή φωνή του μυαλού της τον τύλιγε με ψιθύρους γεμάτους υποσχέσεις...
Για μια στιγμή κύλησε σε μια τυφλή άβυσσο υποταγής· κι έπειτα, κατά κάποιο τρόπο, η ίδια η θέα αυτής της αισχρότητας σε μάτια που δεν καταλάβαιναν τί έβλεπαν, ήταν αρκετά τρομερή για να τον τραβήξει απ’ το γοητευτικό σκοτάδι ... η θέα της Σαμπλώ που σερνόταν ζωντανεμένη από ακατονόμαστη φρίκη...
Σηκώθηκε και γύρω της ξεχύθηκαν σ’ έναν άλικο χείμαρρο αυτά - αυτά που φύτρωναν στο κεφάλι της. Έπεσαν, μακρύς, ζω­ντανός μανδύας μέχρι τα γυμνά της πόδια στο πάτωμα, κρύβο­ντάς την σ’ ένα κύμα απαίσιας, υγρής ζωής. Σήκωσε τα χέρια και σαν κολυμβητής χώρισε τον καταρράχτη, ρίχνοντας τις μάζες πίσω απ’ τους ώμους της κι αποκαλύπτοντας το μελαχρινό κορμί με τις απαλές καμπύλες. Χαμογέλασε, και σε κύματα πάνω απ’ το μέτωπό της και γύρω απ’ ολόκληρο το κορμί της σπαρ­ταρούσε η φιδίσια υγρότητα των ζωντανών της πλεξούδων. Κι ο Σμιθ κατάλαβε ότι κοίταζε τη Μέδουσα.
Αυτή η γνώση - η κατανόηση του ατέλειωτου παρελθόντος που έφτανε πέρα απ’ την ιστορία - τον ξύπνησε για μια στιγμή απ’ την παγωμένη φρίκη του, κι εκείνη τη στιγμή συνάντησε πάλι τα μάτια της που χαμογελούσαν, πράσινα σαν το γυαλί στο φεγγαρόφωτο, μισοσκεπασμένα απ’ τα χαμηλωμένα της βλέ­φαρα. Μέσα απ’ το συστρεφόμενο άλικο άπλωσε τα χέρια της. Κι η ψυχή του κλονίστηκε από έναν τόσο βίαιο πόθο, που όλο του το αίμα ανέβηκε ξαφνικά στο κεφάλι του και σηκώθηκε τρικλίζοντας σαν υπνοβάτης καθώς εκείνη τον πλησίασε, ανεί­πωτα γλυκιά μέσα στο μανδύα της ζωντανής φρίκης.
Και, παράδοξο, υπήρχε ομορφιά μέσα σ’ αυτή τη φρίκη καθώς το υγρό άλικο αναδευόταν και το φως του φεγγαριού γλίστραγε και γυάλιζε πάνω στις χοντρές, στρογγυλές πλεξούδες και χανό­ταν μέσα στις μάζες για να ξαναεμφανιστεί και να χαϊδέψει, ασημένιο, τους κινούμενους έλικες - μια απαίσια ανατριχια­στική ομορφιά πιο τρομερή απ’ οποιαδήποτε ασκήμια.
Αλλά όλα αυτά, και πάλι, δεν τα συνειδητοποίησε εντελώς, γιατί το παραπλανητικό μουρμουρητό κουλουριαζόταν πάλι στο μυαλό του, γεμάτο υποσχέσεις και χάδια, σαγηνευτικό, γλυκύ­τερο απ’ το μέλι, και τα πράσινα μάτια που είχαν αιχμαλωτίσει τα δικά του ήταν καθάρια κι αστραφτερά σαν πολύτιμες πέτρες και πίσω απ’ τις παλλόμενες χαραμάδες του σκοταδιού ατένιζε ένα βαθύτερο σκοτάδι που έκρυβε όλη τη γνώση ... Ήξερε ­συγκεχυμένα το είχε καταλάβει όταν είχε για πρώτη φορά κοι­τάξει μέσα σ’ αυτά τα κτηνώδη μάτια - ότι σαν παράθυρα με διαμαντένια τζάμια έκρυβαν όλη την ομορφιά και τον τρόμο, όλη τη φρίκη και την ηδονή, το ατέλειωτο σκοτάδι...
Τα χείλια της κινήθηκαν και σ’ ένα ψίθυρο που ήταν ψίθυρος της σιωπής και του κορμιού της που λικνιζόταν και των αηδια­στικών μαλλιών της, μουρμούρισε, με φωνή σιγανή, γεμάτη πά­θος "Θα - σου μιλήσω τώρα - στη γλώσσα μου - ω αγαπη­μένε!"
Και τυλιγμένη στο ζωντανό μανδύα της προχωρούσε προς το μέρος του κι ο ψίθυρός της δυνάμωνε και χάιδευε τις πιο κρυφές πτυχές του μυαλού του - γεμάτος υποσχέσεις, πιο γλυκός απ’ τη γλύκα. Η σάρκα του επαναστάτησε μπροστά σ’ αυτή την αισχρότητα, αλλά με μια διεστραμμένη αποστροφή που άδραχνε αυτό που απεχθανόταν. Τα χέρια του την αγκάλιασαν κάτω απ’ το γλιστερό μανδύα, υγρό και ζεστό και φριχτά ζωντανό - το γλυκό βελουδένιο κορμί κόλλησε στο δικό του και τα χέρια της δέθηκαν γύρω απ’ το λαιμό του - και μ’ ένα ψίθυρο κι ένα σφύριγμα η ακατονόμαστη φρίκη τους τύλιξε και τους δυο.
Σ’ εφιάλτες μέχρι το θάνατό του, θυμόταν εκείνη τη στιγμή όταν οι ζωντανές πλεξούδες της Σαμπλώ τον αγκάλιασαν για πρώτη φορά. Μια αηδιαστική, αποπνιχτική μυρωδιά καθώς η υγράδα έκλεισε γύρω του - παχιά, παλλόμενα σκουλήκια βύ­ζαιναν κάθε ίντσα του κορμιού, γλιστρούσαν, συστρέφονταν κι η υγράδα τους διαπερνούσε τα ρούχα του σα να στεκόταν γυμνός στο αγκάλιασμά τους.
Κι όλα αυτά σε μια στιγμή - και μετά από μια συγκεχυμένη λάμψη συγκρουόμενων αισθήσεων, πριν βυθιστεί στη λήθη. Γιατί θυμόταν τ’ όνειρο - κι ήξερε τώρα ότι ήταν μια εφιαλτική πραγματικότητα, και τα γλιστερά απαλά χάδια των υγρών ζεστών σκουληκιών στη σάρκα του ήταν μια έκσταση ανείπωτης έντασης - αυτή η βαθύτερη έκσταση που περνάει πέρα απ’ το κορμί και πέρα απ’ το μυαλό και γαργαλά τις ίδιες τις ρίζες της ψυχής μ’ αφύσικη χαρά. Κι έτσι στεκόταν, αλύγιστος σαν ατσάλι μαρμαρωμένος σαν τα θύματα της Μέδουσας στους παλιούς μύθους, ενώ η τρομερή ηδονή της Σαμπλώ παλλόταν κι αναριγούσε σε κάθε του ίνα. Μέσα από κάθε μόριο του κορμιού του, μέσα απ’ τα άυλα μόρια που οι άνθρωποι ονομάζουν ψυχή, μέσα στα μύχια του Σμιθ, κύλαγε η τρομαχτική ηδονή. Κι ήταν αληθινά απαίσια. Αόριστα το καταλάβαινε, ενώ το κορμί του αποκρινόταν στη βαθιά έκσταση με μια βρωμερή κι αισχρή δίψα που η ίδια του η ψυχή απεχθανόταν - κι όμως στα μύχια της ψυχής αυτής ένας χαμογελαστός προδότης αναριγούσε απ’ την ευχαρίστηση. Αλλά βαθιά, πίσω απ’ όλα αυτά, γνώριζε τη φρίκη και την αποστροφή και την απόγνωση που δεν περιγράφονται, ενώ τα γεμάτα οικειότητα χάδια σέρνονταν χυδαία στις κρυφές πτυχές της ψυχής - γνώριζε ότι δεν έπρεπε να παίζει με την ψυχή του - κι έτρεμε απ’ την επικίνδυνη ηδονή.
Κι αυτή η σύγκρουση κι η γνώση, αυτή η ανάκατη έκσταση κι αποστροφή, έγιναν όλα σε μια στιγμή, ενώ τα άλικα σκουλήκια σέρνονταν και κουλουριάζονταν πάνω του στέλνοντας βαθιά, αισχρά τρεμουλιάσματα αυτής της έντονης ηδονής σε κάθε μόριο που αποτελούσε τον Σμιθ. Και δεν μπορούσε να σαλέψει μέσα σ’ αυτό το γλοιώδες, εκστατικό αγκάλιασμα - και τον κατέ­κλυζε μια αδυναμία που γινόταν βαθύτερη με κάθε απανωτό κύμα βίαιας χαράς κι ο προδότης στην ψυχή του δυνάμωσε κι έπνιξε την αποστροφή - και κάτι μέσα του έπαψε να παλεύει καθώς βυθίστηκε ολοκληρωτικά στο φλεγόμενο σκοτάδι που σήμαινε λήθη για τα πάντα, εκτός απ’ αυτή τη σπαραχτική έκσταση...
0 νεαρός Αφροδισιανός που ανέβαινε στο δωμάτιο του φίλου του, σμίγοντας παραξενεμένος τα φρύδια, έβγαλε αφηρημένα το κλειδί του. Ήταν λεπτός, όπως όλοι οι Αφροδισιανοί, κι όπως σ’ όλους του τους συμπατριώτες το ύφος της αγγελικής αθωό­τητας στο πρόσωπό του ήταν εντελώς απατηλό: είχε πρόσωπο καταραμένου αγγέλου, δίχως όμως τη μεγαλοπρέπεια του Σατανά. Γιατί ένας μαύρος διάβολος χαμογελούσε στα μάτια του και γύρω απ’ το στόμα του άνυδρες γραμμές ανηλεότητας κι ασωτίας μαρτυρούσαν τις εμπειρίες που είχαν κάνει τ’ όνομά του το πιο μισητό και το πιο σεβαστό μετά του Σμιθ στις Αστυνομίες πολλών πλανητών.
Ανέβαινε τώρα συνοφρυωμένος τη σκάλα. Είχε φτάσει στο Λακκνταρόλ με το μεσημεριανό πλοίο - παίρνοντας μαζί του και τη "Μέιντ" έξυπνα καμουφλαρισμένη - κι είχε βρει σε κακή κατάσταση υποθέσεις που περίμενε ότι θα είχαν τακτοποιηθεί. Και με μερικές προσεχτικές ερωτήσεις είχε ανακαλύψει ότι ο Σμιθ είχε τρεις μέρες να φανεί. Αυτό ήταν παράξενο εκ μέρους του φίλου του, που ποτέ πριν δεν είχε παραμελήσει καμιά υπόθεση, γιατί κι οι δυο τους δε διακινδύνευαν μόνο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, αλλά και την προσωπική τους ασφάλεια μ’ αυτή την ανεξήγητη αδιαφορία του Σμιθ. 0 Γιαρόλ μιαν εξήγηση μόνο μπορούσε να δώσει: ο φίλος του δεν είχε τελικά αποφύγει τη μοίρα του. Μόνο η σωματική ανικανότητα θα μπορούσε να σταματήσει το Σμιθ.
Έβαλε το κλειδί του στην κλειδαριά κι έσπρωξε την πόρτα. Εκείνη την πρώτη στιγμή, καθώς άνοιξε την πόρτα, διαισθάν­θηκε ότι κάτι πολύ άσκημο συνέβαινε... το δωμάτιο ήταν σκο­τεινό και για μια στιγμή δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, αλλά με την πρώτη ανάσα οσφράνθηκε μια παράξενη, ακατονόμαστη μυρωδιά, μισοαηδιαστική, μισογλυκιά. Κι η προγονική μνήμη ξύπνησε βαθιά μέσα του - αρχαίες αναμνήσεις από Αφροδι­σιανούς προγόνους, από πολύ παλιά κι από πολύ μακριά...
0 Γιαρόλ χάιδεψε το πιστόλι του κι άνοιξε ακόμα περισσό­τερο την πόρτα. Μέσα στο μισοσκόταδο, στην αρχή είδε μόνον ένα παράξενο σωρό στην αντικρινή γωνία... Έπειτα τα μάτια του συνήθισαν το σκοτάδι και τον διέκρινε πιο καθαρά, ένα σωρό που κινιόταν κι αναδευόταν μόνος του... Ένα σωρό από ­κι η αναπνοή του κόπηκε - ένα σωρό σα μια μάζα από άντερα, ζωντανά, αεικίνητα, που σπαρταρούσαν μ’ ανείπωτη ζωντάνια.
Τότε μια βαριά Αφροδισιανή βλαστήμια ξέφυγε απ’ τα χείλια του κι όρμησε γρήγορα στο δωμάτιο. Έκλεισε την πόρτα πίσω του κι ακούμπησε την πλάτη στο θυρόφυλλο με το πιστόλι έτοιμο στο χέρι αλλά οι τρίχες είχαν σηκωθεί όρθιες στο κεφάλι του - γιατί ήξερε...
"Σμιθ!" είπε σιγανά, με φωνή βραχνή απ’ τη φρίκη "Νόρθ­γουεστ!"
Η κινούμενη μάζα αναρίγησε - κι έπειτα ησύχασε πάλι.
"Σμιθ! Σμιθ!" Η φωνή του Αφροδισιανού ήταν απαλή κι επίμονη, κι έτρεμε λίγο απ’ τη φρίκη.
Ένα ρίγος ανυπομονησίας διαπέρασε τη ζωντανή μάζα. Κου­νήθηκε πάλι απρόθυμα κι έπειτα ένα-ένα τα σπαρταριστά σκου­λήκια άρχισαν να χωρίζονται και να πέφτουν στην άκρη και πολύ αργά εμφανίστηκε η δερμάτινη στολή ενός διαστημανθρώπου, γλοιώδης και γυαλιστερή.
"Σμιθ! Νόρθγουεστ!" επανέλαβε επίμονα ο Γιαρόλ κι αργά σαν όνειρο η δερμάτινη στολή κουνήθηκε ... ένας άντρας αναση­κώθηκε ανάμεσα απ’ τα κουλουριασμένα σχήματα, ένας άντρας που κάποτε, πολύ παλιά, ήταν ίσως ο Νόρθγουεστ Σμιθ. Απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια γυάλιζε απ’ το αγκάλιασμα της φρίκης που τον περιτύλιγε. το πρόσωπό του δεν ήταν πρόσωπο ανθρώ­πινου πλάσματος - ζωντανό - νεκρό, με στυλωμένο γκρίζο βλέμμα, κι η τρομερή έκφραση που ήταν απλωμένη πάνω του φαινόταν να ‘ρχεται από κάπου μέσα του, μια αχνή αντανάκλα­ση από απροσμέτρητες αποστάσεις πέρα απ’ τη σάρκα. Κι όπως υπάρχει μυστήριο και μαγεία στο φως του φεγγαριού, που στο κάτω-κάτω είναι μόνο αντανάκλαση του πρωινού ήλιου, έτσι και στο γκρίζο πρόσωπο που ήταν στραμμένο προς την πόρτα υπήρχε ένας τρόμος γλυκός, δίχως όνομα, αντανάκλαση μιας έκστασης πέρα απ’ την κατανόηση όσων έχουν γνωρίσει μόνο τη γήινη έκσταση. Και καθώς κοίταζε με κενό, τυφλό βλέμμα τον Γιαρόλ, τα κόκκινα σκουλήκια συστρέφονταν αδιάκοπα επάνω του, πολύ απαλά, με μια μαλακή, χαϊδευτική, ακούραστη κί­νηση.
"Σμιθ ... έλα δω! Σμιθ ... σήκω ... Σμιθ, Σμιθ!" ο ψίθυρος του Γιαρόλ σφύριξε στη σιωπή, επιταχτικός, άμεσος - αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση για ν’ απομακρυνθεί απ’ την πόρτα.
Και τρομερά αργά, σα νεκρός που ανασταινόταν, ο Σμιθ σηκώ­θηκε όρθιος μέσα στη φωλιά του γλιτσερού άλικου. Ταλαντεύτηκε μεθυσμένα στα πόδια του και δυο ή τρία άλικα σκουλήκια σκαρ­φάλωσαν στις κνήμες του μέχρι τα γόνατα και τυλίχτηκαν εκεί, σα να ‘θελαν να τον στηρίξουν χωρίς να διακόψουν το χάδι τους, που έμοιαζε να του δίνει κάποια κρυφή δύναμη, γιατί είπε, τότε, άτονα:
"Φύγε. Φύγε. Άσε με ήσυχο". Και το νεκρό εκστατικό πρό­σωπο δεν άλλαξε.
"Σμιθ!" φώναξε απεγνωσμένα ο Γιαρόλ. "Σμιθ, άκουσέ με! Σμιθ, δε μ’ ακούς;"
"Φύγε", είπε η μονότονη φωνή. "Φύγε. Φύγε. Φύ- "
"Μόνον αν έρθεις μαζί μου. Δε μ’ ακούς; Σμιθ! Σμιθ! Θα -" Σταμάτησε ξαφνικά κι άλλη μια φορά η φυλετική μνήμη σύρ­θηκε στη ραχοκοκαλιά του, γιατί η άλικη μάζα είχε αρχίσει πάλι να αναταράζεται, βίαια, και ν’ ανασηκώνεται...
0 Γιαρόλ ακούμπησε στην πόρτα κι έσφιξε το πιστόλι του και το όνομα ενός θεού, πολλά χρόνια ξεχασμένο, ανέβηκε μηχανικά στα χείλια του. Γιατί ήξερε τί θα γινόταν τώρα, κι η γνώση ήταν πιο τρομερή απ’ οποιαδήποτε άγνοια.
Η κόκκινη, συστρεφόμενη μάζα σηκώθηκε ψηλότερα, τα σκουλήκια χώρισαν κι ένα ανθρώπινο πρόσωπο εμφανίστηκε, ­όχι, μισοανθρώπινο, με πράσινα, γατίσια μάτια που γυάλιζαν στο μισοσκόταδο, σαν πολύτιμες πέτρες, και καθήλωναν...
"Σμιθ!" φώναξε μ’ απόγνωση "Σμιθ, δε μ’ ακούς;"
"Φύγε", είπε εκείνη η φωνή που δεν ανήκε στο Σμιθ. "Φύγε".
Και κατά κάποιο τρόπο, παρόλο που δεν τόλμαγε να κοιτάξει ο Γιαρόλ ήξερε ότι η - η άλλη - είχε χωρίσει αυτές τις χοντρές πλεξούδες από σκουλήκια και στεκόταν εκεί σ’ όλη την ανθρώ­πινη γλύκα του μελαχρινού της κορμιού με τις απαλές καμπύλες, τυλιγμένη στη ζωντανή φρίκη. Κι ένιωσε τα μάτια πάνω του και κάτι του φώναζε επίμονα μέσα στο μυαλό του να χαμηλώσει το χέρι του που τον προστάτευε... Ήταν χαμένος, το ’ξερε, κι αυτή η γνώση του ‘δωσε το κουράγιο που δίνει η απελπισία. Κι ολοένα δυνατότερη, εκκωφαντική, η φωνή στο μυαλό του - που παρα­λίγο να τον παρασύρει - με την εντολή να χαμηλώσει το χέρι του - να συναντήσει τα μάτια που άνοιγαν στο σκοτάδι - να υποκύψει - και με την υπόσχεση, ψιθυριστή και γλυκιά κι απαίσια, μελλοντικής ηδονής...
Αλλά να που δεν υπέκυψε - να που ζαλισμένα έσφιγγε το πιστόλι στο σηκωμένο του χέρι - να που, απίστευτα, διέσχιζε το στενό δωμάτιο με το πρόσωπο στραμμένο απ’ την άλλη μεριά, ψάχνοντας στα τυφλά για τον ώμο του Σμιθ. Μια στιγμή ψηλά­φισε στο κενό κι έπειτα τον βρήκε - άρπαξε το γλοιώδες, βρεμένο δέρμα - και ταυτόχρονα ένιωσε κάτι να τυλίγεται μαλακά γύρω απ’ τον αστράγαλό του και τον διαπέρασε ένα σοκ απαίσιας ηδονής κι έπειτα άλλο ένα σκουλήκι κι άλλο ένα τυλίχτηκαν γύρω απ’ τα πόδια του.
Ο Γιαρόλ έσφιξε τα δόντια και άρπαξε σφιχτά τον ώμο και το χέρι του αναρίγησε μόνο του, γιατί το δέρμα του ήταν γλιτσερό στην αφή όπως τα σκουλήκια γύρω απ’ τους αστραγάλους του κι ένιωσε μιαν αμυδρή αισχρή ευχαρίστηση στο άγγιγμά του.
Η χαϊδευτική πίεση στα πόδια του ήταν το μόνο που ένιωθε κι η φωνή στο μυαλό του έπνιξε κάθε άλλον ήχο και το σώμα του τον υπάκουσε απρόθυμα - αλλά κατά κάποιο τρόπο έκανε μια τρομαχτική προσπάθεια και τράβηξε τον Σμιθ, που τρίκλιζε, έξω απ’ τη φωλιά της φρίκης. Τα σκουλήκια ξεκόλλησαν μ’ ένα ρουφηχτό θόρυβο κι ολόκληρη η μάζα τινάχτηκε και πετάχτηκε μπροστά και τότε ο Γιαρόλ ξέχασε εντελώς το φίλο του κι αφιέρωσε όλο του το είναι στην απελπισμένη προσπάθεια να ελευθερωθεί. Γιατί μόνο ένα μέρος του εαυτού του πάλευε τώρα - μόνο ένα μέρος του εαυτού του πάλευε ενάντια στις αισχρότ­ητες που τον περιτύλιγαν, και στις πιο κρυφές πτυχές του μυαλού του αντηχούσε το γλυκό, σαγηνευτικό μουρμουρητό και το κορμί του ζήταγε να παραδοθεί...
"Σαρ! Σαρ γ’ντάνις... Σαρ μόρ’λα-ρόλ -" προσευχήθηκε ο Γιαρόλ, χωρίς να καταλαβαίνει ότι μιλούσε, παιδικές προσευχές χρόνια ξεχασμένες, και με τη ράχη μισογυρισμένη στην κεντρική μάζα κλώτσησε απεγνωσμένα με τις βαριές του μπότες τα κόκκινα, συστρεφόμενα σκουλήκια γύρω του. Υποχώρησαν και κουλουριάστηκαν μακριά του και, παρόλο που ήξερε ότι άλλα προσπαθούσαν να φτάσουν το λαιμό του από πίσω, μπορούσε τουλάχιστον να συνεχίσει να παλεύει μέχρι ν’ αναγκαστεί να συναντήσει τα μάτια εκείνα...
Κλώτσησε και πάτησε βαριά κάτω και ξανακλώτσησε και για μια στιγμή ελευθερώθηκε απ’ το γλιτσερό σφίξιμο, καθώς τα λιωμέ­να σκουλήκια κουλουριάστηκαν μακριά απ’ τα πόδια του κι όρμησε πέρα, αηδιασμένος απ’ την αποστροφή και την απελπι­σία καθώς πάλευε με τα πλοκάμια, και τότε σήκωσε τα μάτια του κι είδε το ραγισμένο καθρέφτη στον τοίχο. Θολά στην αντανάκλασή του έβλεπε την άλικη μορφή πίσω του και το γατίσιο πρόσωπο με το κοριτσίστικο χαμόγελο, τόσο ανθρώπινο κι όλα τα σκουλήκια που προσπαθούσαν να τον φτάσουν. Κι η θύμηση από κάτι που είχε διαβάσει πολύ παλιά ξεχύθηκε μέσα στο μυαλό του κι η ανάσα ανακούφισης κι ελπίδας που ξέφυγε από το στήθος του έδιωξε για μια στιγμή την επιτακτική φωνή στο μυαλό του.
Δίχως να σταματήσει για να πάρει ανάσα πέρασε το πιστόλι πάνω απ’ τον ώμο του, σημαδεύοντας την αντανάκλαση της φρίκης με την αντανάκλαση του όπλου, και πίεσε τη σκανδάλη.
Στον καθρέφτη είδε τη γαλάζια του φλόγα να τινάζεται μέσα στο μισοσκόταδο, στο κέντρο της μάζας που αναδευόταν πίσω του. Ένα τσίρισμα και μια φλόγα και μια οξεία λεπτή κραυγή ανανθρώπινης μοχθηρίας κι απελπισίας - η φλόγα διέγραψε ένα τόξο κι έσβησε καθώς το πιστόλι έπεσε απ’ το χέρι του κι ο Γιαρόλ έκανε βουτιά στο πάτωμα.
0 Νόρθγουεστ Σμιθ άνοιξε τα μάτια του στην Αρειανή λια­κάδα που χυνόταν αδύναμα μέσα απ’ το μικρό παράθυρό του. Κάτι υγρό και κρύο χαστούκιζε το πρόσωπό του κι η γνώριμη γεύση του σεγκίρ έκαιγε το λαιμό του.
"Σμιθ"! έλεγε η φωνή του Γιαρόλ από κάπου μακριά. "Νόρθ­γουεστ! Ξύπνα, που να σε πάρει ο διάβολος! Ξύπνα!"
"Ξύπνησα", κατόρθωσε ν’ αρθρώσει βραχνά ο Σμιθ. "Τί τρέ­χει;"
Το χείλος ενός κύπελου τσούγκρισε τα δόντια του κι ο Γιαρόλ είπε εκνευρισμένα, "Πιες το, βλάκα!"
0 Σμιθ κατάπιε υπάκουα και το κοφτερό σεγκίρ κύλησε στο λαιμό του. Μια ζεστασιά απλώθηκε σ’ ολόκληρο το σώμα του και τον ξύπνησε απ’ το μούδιασμα που τον είχε τυλίξει μέχρι τώρα και βοήθησε λίγο για να διώξει εκείνη τη θανατερή αδυναμία που ένιωσε ξυπνώντας. Έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά καθώς η ζεστασιά του ουίσκι ταξίδευε μέσα του κι η θύμηση ξαναγύρισε τεμπέλικα στο μυαλό του. Εφιαλτικές αναμνήσεις ... γλυκές και τρομερές ... αναμνήσεις της -­
"Θεέ μου", φώναξε ξαφνικά ο Σμιθ και προσπάθησε ν’ αναση­κωθεί. Η αδυναμία τον έριξε πίσω σα χαστούκι και για μια στιγμή το δωμάτιο γύρισε καθώς έπεσε πάνω σε κάτι στέρεο και ζεστό - τον ώμο του Γιαρόλ. Το μπράτσο του Αφροδισιανού τον στήριζε καθώς το δωμάτιο σταθεροποιήθηκε και μετά από λίγο κουνήθηκε και συνάντησε το μαύρο βλέμμα του φίλου του.
0 Γιαρόλ τον κρατούσε μ’ ένα χέρι και τέλειωνε το κύπελο με το σεγκίρ με το άλλο και τα μαύρα μάτια συνάντησαν τα δικά του πάνω απ’ το χείλος και ζάρωσαν σ’ ένα ξαφνικό γέλιο, μισοϋστερικό μετά απ’ τον τρόμο που είχε περάσει.
"Μα τον Φαρόλ!" είπε ο Γιαρόλ βήχοντας. "Μα τον Φαρόλ, Νόρθγουεστ! Ποτέ δε θα σ’ αφήσω να το ξεχάσεις αυτό! Την άλλη φορά που θα πρέπει να με γλιτώσεις από φασαρίες θα πω -"
"Ας το", είπε ο Σμιθ. "Τί έγινε; Πώς..."
"Σαμπλώ". Το γέλιο του Γιαρόλ έσβησε. "Σαμπλώ! Μα τί έκανες μ’ ένα τέτοιο πλάσμα;"
"Τί ήταν;" ρώτησε σοβαρά ο Σμιθ.
"Θέλεις να πεις ότι δεν ήξερες; Μα που τη βρήκες; Πώς -"
"Πες μου πρώτα τί ξέρεις", είπε αποφασιστικά ο Σμιθ. "Κι άλλη μια γουλιά σεγκίρ, σε παρακαλώ. Το χρειάζομαι".
"Μπορείς να κρατήσεις μόνος σου το κύπελο; Νιώθεις καλύ­τερα;"
"Ναι, λίγο. Μπορώ να το κρατήσω - ευχαριστώ. Λέγε λοι­πόν".
"Να - δεν ξέρω από που ν’ αρχίσω. Τα λένε Σαμπλώ -"
"Θεέ μου, υπάρχουν κι άλλα;"
"Είναι - ένα είδος φυλής, νομίζω, μια απ’ τις πιο παλιές. Κανένας δεν ξέρει από που έρχονται. Το όνομα μοιάζει λίγο γαλλικό, δε νομίζεις; Αλλά προέρχεται από πολύ μακριά, πέρα απ’ τις ρίζες της ιστορίας. Πάντα υπήρχαν Σαμπλώ".
"Δεν το είχα ξανακούσει".
"Λίγοι το έχουν ακούσει. Κι αυτοί που το ξέρουν δε θέλουν να το συζητάνε".
"Εδώ, η μισή πόλη τα ξέρει. Εγώ δεν είχα ιδέα για τί πράγμα μιλούσαν, τότε. Κι ακόμα δεν καταλαβαίνω, αλλά..."
"Ναι, έτσι γίνεται, καμιά φορά. Εμφανίζονται και τα νέα διαδίδονται κι οι κάτοικοι μαζεύονται και τα κυνηγάνε και μετά απ’ αυτό - να, η ιστορία δε διαδίδεται. Είναι τόσο - τόσο απίστευ­τη!"
"Μα - για το Θεό, Γιαρόλ! - τί ήταν; Από πού ήρθε; Πώς -"
"Κανένας δεν ξέρει από που ακριβώς έρχονται. Από κάποιον άλλο πλανήτη - ίσως κάποιον που δεν έχει ανακαλυφτεί ακόμα. Μερικοί λένε για την Αφροδίτη - ξέρω ότι στην οικογένειά μου διηγούνταν μερικούς φριχτούς μύθους γι’ αυτά - γι’ αυτό τα ήξερα. Και μόλις άνοιξα την πόρτα, πριν από λίγο - γνώρισα ­νομίζω - αυτή τη μυρωδιά ..."
"Μα - τί είναι; "
"Ένας Θεός ξέρει. Δεν είναι ανθρώπινα, αν κι έχουν ανθρώ­πινη μορφή. Ή ίσως είναι παραίσθηση μόνο ... ή ίσως είμαι τρελός. Δεν ξέρω. Είναι ένα είδος βρικόλακα - ή ίσως οι βρικόλακες είναι ένα είδος Σαμπλώ. Η κανονική τους μορφή πρέπει να είναι αυτή - αυτή η μάζα και μ’ αυτή τη μορφή τρέφονται από - υποθέτω, τη ζωτική δύναμη των ανθρώπων. Και παίρ­νουν μια μορφή - συνήθως γυναικεία, νομίζω, και σ’ ερεθίζουν στον υψηλότερο βαθμό έντασης πριν - αρχίσουν. Αυτό το κάνουν για να εντείνουν τη ζωτική δύναμη κι έτσι είναι πιο εύκολο... Και προκαλούν πάντα αυτή τη φριχτή, βρωμερή ηδονή καθώς - τρώνε. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πού, αν επιζή­σουν απ’ την πρώτη εμπειρία, την αποζητάνε σα ναρκωτικό δεν μπορούν να αποχωριστούν τα Σαμπλώ - τα - κρατάνε μαζί τους για όλη τους τη ζωή - που δεν κρατάει πολύ - και τα ταίζουν γι αυτή την ικανοποίηση. Χειρότερο απ’ το να καπνίζεις μινγκ ή να προσεύχεσαι στον Φαρόλ!"
"Ναι" είπε ο Σμιθ. "Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί το πλήθος ξαφνιάστηκε τόσο - κι ένιωσε τέτοια αποστροφή όταν είπα - ­τέλος πάντων. Για συνέχισε".
"Της μίλησες ποτέ;" ρώτησε ο Γιαρόλ.
"Προσπάθησα. Δεν μπορούσε να μιλήσει πολύ καλά. Τη ρώ­τησα από που ερχόταν κι είπε - από πολύ μακριά - κάτι τέτοιο".
"Ποιος ξέρει. Ίσως από κάποιο άγνωστο πλανήτη - δε νο­μίζω όμως. Ξέρεις, υπάρχουν τόσες απίθανες ιστορίες που στη­ρίζονται όμως σε κάποιο γεγονός, που καμιά φορά αναρωτιέμαι - μήπως δεν υπάρχουν πολλές ακόμα χειρότερες και πιο φαντα­στικές προλήψεις που ούτε έχουνε ακούσει; Τέτοια πράγματα, σιχαμένα και βρωμερά, που αυτοί που τα ξέρουν δεν τ’ αναφέ­ρουν; Φριχτά, φανταστικά πράγματα που περιφέρονται ελεύ­θερα και που ούτε φήμες δεν έχουμε ακούσει ποτέ γι αυτά;
Αυτά τα πράγματα - υπήρχαν εδώ κι αμέτρητους αιώνες. Κανένας δεν ξέρει πότε ή πού εμφανίστηκαν για πρώτη φορά. Αυτοί που τα χουν δει, όπως εμείς είδαμε αυτό, δε μιλάνε γι’ αυτά. Είναι μια απ’ αυτές τις αόριστες φήμες που αναφέρονται κεκαλυμμένα καμιά φορά σε παλιά βιβλία ... πιστεύω ότι είναι παλιότερη φυλή απ’ τον άνθρωπο, γεννημένη σ’ εποχές πριν απ’ τη δική μας, ίσως σε πλανήτες που έχουν διαλυθεί, κι είναι τόσο φριχτά που όταν τα ανακαλύπτουν δε μιλάνε γι αυτά - τα ξεχνάνε όσο πιο γρήγορα μπορούν.
Κι η προέλευσή τους χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Φαντάζομαι ότι αναγνώρισες το μύθο της Μέδουσας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αρχαίοι Έλληνες τα γνώριζαν. Μήπως αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν πολιτισμοί πριν απ’ το δικό σου, που ξεκί­νησαν απ’ τη Γη κι εξερεύνησαν άλλους πλανήτες; Η μήπως κάποιο Σαμπλώ βρέθηκε στην Ελλάδα πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια; Αν συνεχίσεις να το σκέφτεσαι θα τρελαθείς! Αναρω­τιέμαι πόσοι άλλοι μύθοι να βασίζονται σε τέτοια πράγματα, ­πράγματα που δεν υποπτευόμαστε, πράγματα που δε θα μά­θουμε ποτέ.
Την Γοργόνα, την Μέδουσα, μια όμορφη γυναίκα με - με φίδια στα μαλλιά και βλέμμα που μαρμάρωνε τους ανθρώπους, στο τέλος τη σκότωσε ο Περσέας - αυτό το θυμήθηκα τυχαία, Νόρθγουεστ, κι αυτό έσωσε τη ζωή σου και τη δική μου - ο Περσέας τη σκότωσε χρησιμοποιώντας καθρέφτη καθώς πάλευε για να καθρεφτίσει αυτό που δεν τόλμαγε να κοιτάξει κατάματα. Αναρωτιέμαι τί θα σκεφτόταν εκείνος ο γέρο-Έλληνας που διηγήθηκε για πρώτη φορά την ιστορία αν ήξερε ότι τρεις χιλιά­δες χρόνια αργότερα η ιστορία αυτή θα ‘σωζε τη ζωή δυο ανθρώπων σ’ έναν άλλο πλανήτη. Αναρωτιέμαι ποια να ‘ταν ή ιστορία του Έλληνα εκείνου και πώς συνάντησε τη Μέδουσα και τί συνέβηκε...
Τέλος πάντων, υπάρχουν πολλά που δε θα μάθουμε ποτέ. Τα αρχεία, λόγου χάρη, της φυλής αυτών των - των πραγμάτων, ό,τι κι αν είναι, θα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον! Αρχεία άλλων πλανητών κι άλλων εποχών κι οι αρχές της ανθρωπό­τητας! Αλλά δε φαντάζομαι ότι κρατούσαν αρχεία. Δε φαντά­ζομαι ότι θα είχαν που να τα φυλάξουν - απ’ τα λίγα που ξέρω ή που ξέρει οποιοσδήποτε σχετικά μ’ αυτή τη φυλή μοιάζουν λίγο με τον Περιπλανώμενο Ιουδαίο, ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί, σε μεγάλα διαστήματα, και θα ‘δινα δέκα χρόνια απ’ τη ζωή μου για να μάθω που ζουν στο μεταξύ! Αλλά δε νομίζω ότι αυτή η τρομερή δύναμη υπνωτισμού που διαθέτουν δείχνει καμιά υπε­ράνθρωπη ευφυία. Είναι το όργανο που χρησιμοποιούν για να βρουν τροφή - όπως ο βάτραχος τη μακριά του γλώσσα η ένα σαρκοβόρο φυτό το άρωμά του. Είναι σωματικά όργανα, γιατί ο βάτραχος και το λουλούδι τρέφουν το σώμα τους. Τα Σαμπλώ χρησιμοποιούν πνευματικό όργανο για να βρουν πνευματική τροφή. Δεν ξέρω ακριβώς πώς να το περιγράψω. Κι ακριβώς όπως το κτήνος που τρώει τα σώματα άλλων ζώων αποκτά με κάθε γεύμα μεγαλύτερη δύναμη πάνω στα σώματα των υπολοί­πων, έτσι και τα Σαμπλώ, χορταίνοντας με τη ζωτική δύναμη των ανθρώπων, αυξάνουν τη δύναμή τους πάνω στο μυαλό και την ψυχή άλλων ανθρώπων. Αλλά μιλάω για πράγματα που δεν μπορώ να προσδιορίσω - πράγματα που δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχουν.
Ξέρω μόνο ότι όταν ένιωσα - όταν τα πλοκάμια εκείνα έσφιξαν τα πόδια μου - δεν ήθελα να τραβηχτώ, ένιωσα ότι - ­ότι - ω, ότι είχα βρωμίσει μέχρι τα μύχια της ψυχής μου απ’ αυτή την - ηδονή - κι όμως -"
"Ξέρω", είπε αργά ο Σμιθ. Η επήρεια του σεγκίρ είχε αρχίσει να περνάει κι η αδυναμία ξαναγύριζε σε κύματα στο κορμί του και μιλούσε σα να σκεφτόταν μεγαλόφωνα, χωρίς να συνειδη­τοποιεί ότι τον άκουγε ο Γιαρόλ. "Το ξέρω - πολύ καλύτερα από σένα - κι υπάρχει κάτι τόσο απερίγραπτα φριχτό - που αποπνέει αυτό το πράγμα, κάτι τόσο τρομαχτικά αντίθετο απ’ ο,τιδήποτε ανθρώπινο - δεν υπάρχουν λόγια να για να το περι­γράψω. Για ένα διάστημα ήμουνα μέρος αυτού του πλάσματος - κυριολεκτικά - και συμμεριζόμουνα τις σκέψεις του και τις αναμνήσεις του, τις συγκινήσεις του και τους πόθους του και ­τώρα τέλειωσε και δε θυμάμαι πολύ καλά, αλλά το μοναδικό μέρος από μένα που είχε μείνει ελεύθερο ήταν εκείνο το μέρος του εαυτού μου που παραλίγο να παραφρονήσει - απ’ την αισχρότητα. Κι όμως ήταν μια ευχαρίστηση τόσο γλυκιά νομίζω θα πρέπει να υπάρχει κάποιος πυρήνας απόλυτου κα­κού μέσα μου - μέσα σε κάθε άνθρωπο - που χρειάζεται μόνο το κατάλληλο ερέθισμα για να πάρει τον απόλυτο έλεγχο γιατί παρόλο που είχα αηδιάσει απ’ το άγγιγμα αυτών των - πραγ­μάτων - υπήρχε κάτι μέσα μου που έλιωνε απ’ την ηδονή ...  Εξαιτίας του είδα πράγματα - και γνώρισα πράγματα - άγρια, φριχτά πράγματα που δεν μπορώ να θυμηθώ - επισκέφτηκα απίστευτα μέρη - κοίταξα μέσα απ’ τη μνήμη του - του όντος αυτού - κι είδα - Θεέ μου, πώς θα ‘θελα να θυμηθώ!"
"Να ευχαριστείς το Θεό σου που δεν μπορείς", είπε σοβαρά ο Γιαρόλ.
Η φωνή του ξανάφερε τον Σμιθ στην πραγματικότητα κι ανασηκώθηκε στον αγκώνα του, ζαλισμένος λίγο απ’ την αδυνα­μία. Του φαινόταν ότι το δωμάτιο έφευγε από μπροστά του κι έκλεισε τα μάτια του για να μην το βλέπει, αλλά ρώτησε. "Έλεγες ότι δεν - δεν ξαναεμφανίζονται; Δεν υπάρχει τρόπος να βρει κανείς ένα άλλο;"
0 Γιαρόλ δεν απάντησε αμέσως. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους του άλλου και τον έσπρωξε πίσω, κι έπειτα κοίταξε έντονα το σκοτεινό, ταλαιπωρημένο πρόσωπο με τη νέα, παρά­ξενη, απροσδιόριστη έκφραση που δεν είχε ποτέ ξαναδεί - και που ήξερε πολύ καλά τί σήμαινε.
"Σμιθ", είπε τελικά, και τα μαύρα του μάτια έγιναν για πρώτη φορά σταθερά και σοβαρά κι ο χαμογελαστός διαβολάκος εξα­φανίστηκε από μέσα τους, "Σμιθ! Ποτέ δε σου ‘χω ξαναζητήσει να μου δώσεις το λόγο σου για κάτι, αλλά - τώρα κέρδισα το δικαίωμα να το κάνω και σου ζητάω να μου υποσχεθείς ένα πράγμα".
Τ’ άχρωμα μάτια του Σμιθ συνάντησαν αδύναμα το μαύρο βλέμμα του φίλου του. Η αβεβαιότητα ήταν ζωγραφισμένη μέσα τους και φόβος για την υπόσχεση που έπρεπε να δώσει. Και, για μια στιγμή, ο Γιαρόλ κοίταζε όχι τα μάτια του φίλου του αλλά ένα μεγάλο γκρίζο κενό γεμάτο φρίκη κι ηδονή - μια χλωμή θάλασσα με ακατονόμαστες ηδονές βουλιαγμένες μέσα της. Έπειτα το βλέμμα του ξανάγινε σταθερό και τα μάτια του Σμιθ συνάντησαν τα δικά του κι η φωνή του Σμιθ είπε αποφασιστικά, "Πες μου. Θα υποσχεθώ".
"Αν ποτέ ξανασυναντήσεις Σαμπλώ - οπουδήποτε - θα τρα­βήξεις το πιστόλι του και θα το κάψεις την ίδια στιγμή που θα καταλάβεις τί είναι. Θα μου το υποσχεθείς αυτό;"
Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή. Τα σκοτεινά μαύρα μάτια του Γιαρόλ κρατούσαν αμείλικτα τ’ άχρωμα μάτια του Σμιθ. Κι οι φλέβες πετάχτηκαν στο λιοκαμένο κούτελο του Σμιθ. Ποτέ δεν παράβαινε το λόγο του - ίσως να τον είχε δώσει πέντε-έξι φορές σ’ όλη του ζωή, αλλά όταν τον έδινε ποτέ δεν τον παράβαινε. Κι άλλη μια φορά οι γκρίζες θάλασσες ξέσπασαν σε μια θολή παλίρ­ροια από αναμνήσεις, γλυκές και φριχτές πέρα απ’ τα όνειρα. Άλλη μια φορά ο Γιαρόλ κοίταζε το κενό που έκρυβε πράγματα δίχως όνομα. Το δωμάτιο ήταν τρομερά ήσυχο.
Η γκρίζα παλίρροια τραβήχτηκε. Τα μάτια του Σμιθ, ωχρά κι αποφασισμένα σαν το ατσάλι, συνάντησαν άφοβα τα μάτια του Γιαρόλ.
"Θα - προσπαθήσω", είπε. Κι η φωνή του έσπασε.





1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η Catherine L. Moore είναι πολύ καλή και δεν ξέρω κατά πόσο είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό. Εφόσον γνωρίζετε εκδότες, γιατί δε λέτε σε κανέναν (π.χ. στις εκδόσεις Τρίτων) να βγάλουν 1-2 τόμους με τα διηγήματά της;